Έπειτα από χρόνια παρανομίας και έχοντας πολλές αμαρτίες να βαραίνουν την πλάτη του, ο κλέφτης της ιστορίας μας μετάνιωσε και πήγε να εξομολογηθεί.
«Παπά μου», είπε στον εξομολόγο του «έχω κλέψει».
«Θα παρακαλέσουμε το Θεό να σε συγχωρέσει, τέκνον μου» του απάντησε εκείνος.
«Έχω δείρει», συνέχισε ο κλέφτης.
«Θα παρακαλέσουμε το Θεό να σε συγχωρέσει».
«Ναι, …αλλά… έχω σκοτώσει τριάντα εννιά ανθρώπους».
«Α, τότε δεν εξιλεώνεσαι με τίποτα» αποφάσισε ο παπάς.
«Πες μου, παππούλη, τι μπορώ να κάνω για να συγχωρεθώ;» Τον ρώτησε κι ο κλέφτης αποκαρδιωμένος.
Κι αφού εκείνος το σκέφτηκε καλά, βρήκε τη λύση:
«Υπάρχει ένα σταυροδρόμι που δεν υπάρχει στάλα νερό. Θα πηγαίνεις εκεί κάθε μέρα με ένα βαρέλι νερό και θα δίνεις σε όλους τους διαβάτες από ένα κύπελλο να ξεδιψάσουν».
«Πόσο καιρό πρέπει να το κάνω αυτό παππούλη;» Ρώτησε αναθαρρημένος ο μετανιωμένος κλέφτης.
Τότε εκείνος του κρεμάει στο λαιμό μια χοντρή αλυσίδα και του λέει:
«Όταν αυτή η αλυσίδα πέσει από το λαιμό σου, τότε θα σου έχουν συγχωρεθεί όλες οι αμαρτίες».
Ο κλέφτης έκανε όπως τον συμβούλεψε, αλλά κατά βάθος ήταν απελπισμένος, γιατί ήταν σίγουρος πως ποτέ δεν θα έλιωνε η αλυσίδα.
Κάθε πρωί, λοιπόν, στεκόταν σε εκείνο το σταυροδρόμι με το βαρέλι του και περίμενε. Κάθε φορά που περνούσε κάποιος διαβάτης, αυτός του έδινε να πιει. Κάθε διαβάτης, αφού έσβηνε τη δίψα του, του ευχόταν: «συγχωρεμένος να είσαι».
Ώσπου μια μέρα βλέπει ένα άλογο να φτάνει καλπάζοντας από μακριά. Του έκανε σήμα να σταματήσει, ο αναβάτης όμως του αρνήθηκε με αγένεια. Εκείνος, προσβεβλημένος, έβγαλε το πιστόλι του.
«Τριάντα εννιά συν ένας, σαράντα!» είπε και τον πυροβόλησε.
Όταν έπεσε ο αναβάτης, έπεσε κι η αλυσίδα από το λαιμό του. Έκπληκτος ο κλέφτης, μην ξέροντας τι να σκεφτεί, πήγε να βρει πάλι τον εξομολόγο του. Όταν άρχισε να διηγείται όσα συνέβησαν στον ιερέα, εκείνος απόρησε.. «Μα ευλογημένε εσύ δεν είπες πως μετάνιωσες και δεν θα ξανακάνεις τις ίδιες αμαρτίες;»
«Ε! παππούλη μου δεν κρατήθηκα. Έτσι κι αλλιώς δεν έβλεπα να κόβεται σύντομα η αλυσίδα. Θα έδινα νερό στους διαβάτες κάμποσο καιρό παραπάνω. Τι 39, τι 40… Θόλωσα. Όμως παππούλη μου πώς έγινε κι έσπασε η αλυσίδα, αντί να γίνει πιο βαριά;»
Απόρησε κι ο παπάς. Παραξενεύτηκε και αποφάσισε να το ψάξει, γιατί πού ακούστηκε να συγχωρούνται οι αμαρτίες με έναν φόνο; Και βρήκε την απάντηση.
Ο εν λόγω αναβάτης, είχε ένα «χασμπλίκι», δηλαδή μια παρεξήγηση με το διπλανό χωριό, (πιθανόν δεν τον ήθελαν για γαμπρό κι αυτό ήταν πολύ βαρύ) κι έτσι ήθελε να εκδικηθεί για την προσβολή και κατευθύνονταν στο χωριό αποφασισμένος να το κάψει ολοσχερώς. Έτσι, με τον θάνατο του θυμωμένου αναβάτη, γλίτωσε ολόκληρο το χωριό.
Κι έτσι «έλιωσαν οι αμαρτίες» του μετανιωμένου κλέφτη που με τον φόνο που έκανε έσωσε ένα ολόκληρο χωριό.