Από τα «ΞΕ-ΝΥΣΤΑΓΜΑΤΑ» του Γιώργου Σταμούλη
Από μόνη της η λέξη ταξίδι προκαλεί θετικά συναισθήματα. Μόνο στο άκουσμά της αλλάζει η διάθεση, η καθημερινότητα και τα προβλήματά της απομακρύνονται και στη θέση τους γεννιέται η χαρά της περιπέτειας, η εξερεύνηση του αγνώστου και η προσδοκία μιας ανέμελης διασκέδασης. Αρκεί, βέβαια, το ταξίδι να είναι κανονικό και ο ταξιδιώτης να μη συνοδεύεται... από τέσσερις! Βλέπετε ότι οι διευκρινίσεις στην εποχή μας είναι εντελώς απαραίτητες, μιας και χρησιμοποιούμε τις λέξεις κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας δίνει σ’αυτές και το δικό του περιεχόμενο. Μπορούμε να φανταστούμε, για παράδειγμα, - και χωρίς χαμόγελα - τι περιεχόμενο δίνουν οι πολιτικοί στη λέξη αλήθεια!
Ας αφήσουμε όμως τους πολιτικούς και ας πιάσουμε τους εμπόρους, όχι για να εξακριβώσουμε τη σχέση τους με την αλήθεια - αυτή την ζούμε κάθε μέρα στο πετσί μας - αλλά να δούμε τη σύνδεσή τους με τα ταξίδια. Οι έμποροι πάντα έκαναν ταξίδια και επιστρέφοντας απ’αυτά αφηγούνταν τις περιπέτειές τους ή όσα είδαν και άκουσαν τραβώντας έτσι την προσοχή όλων, όσων δεν είχαν την τύχη να ζήσουν αντίστοιχες καταστάσεις. Για τον Καταφυλλιώτη όμως μόνιμο κάτοικο και γενικά τον Αργιθεάτη, όχι και της πολύ παλιάς εποχής, ο ταξιδιώτης έμπορος δεν προκαλούσε τέτοια συναισθήματα, αφού οι εμπορικοί προορισμοί ήταν σε όλους γνωστοί και το κυριότερο εξουθενωτικοί. Το να πας στο Μουζάκι, στην Άρτα ή στο Αγρίνιο με τα πόδια - εξήντα με ογδόντα χιλιόμετρα μόνο το πήγαινε - ανεβοκατεβαίνοντας βουνά και επικίνδυνα μονοπάτια με όλες τις καιρικές συνθήκες, φαίνεται ότι δεν ήταν αρκετό για να καλλιεργηθούν συναισθήματα αγάπης για τα ταξίδια ούτε, όπως σήμερα, ορειβατικές συνήθειες.
Ο Δήμος, ένας από τους σημαντικότερους καταφυλλιώτες εμπόρους, άρχισε να ταξιδεύει από τα είκοσι τρία του χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του ΄΄30, αρχικά ως ζωέμπορος και στη συνέχεια με οτιδήποτε θεωρούσε ότι θα του απέφερε κέρδος. Το επάγγελμα αυτό, αν και δεν το διάλεξε ο ίδιος, το άσκησε με επιτυχία - τουλάχιστον αυτό έλεγαν οι άλλοι - μέχρι τον πόλεμο και το συνέχισε και μετά απ’αυτόν για όσο καιρό άντεχαν τα πόδια του. Καμία φορά άκουγε τη γνωστή παροιμία που λέει ότι «όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια» και μούτζωνε προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα, μιας και δεν ήξερε σε ποιο ακριβώς σημείο βρισκόταν εκείνος, που είπε αυτή τη μεγάλη βλακεία, γιατί ο ίδιος γνώριζε - και πολύ καλά μάλιστα - ότι για να κάνεις τον έμπορα έπρεπε και μυαλό να έχεις και ποδάρια. Αν ξέμενες από το ένα, το άλλο σου ήταν άχρηστο. Η άλλη πάλι σαχλαμάρα «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν»; Το θέμα, τόνιζε με έμφαση ο Δήμος, δεν είναι πότε θα μαγειρέψει κάποιος, αλλά αν έχει να μαγειρέψει. Αν έχει, ας μαγειρέψει όποτε θέλει. Τη μόνη παροιμία απ’αυτές που γνώριζε και δεχόταν - έστω και κατά το ήμισυ - ήταν το «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Αυτήν επικαλούνταν, όταν αγόραζε τα ζώα σε χαμηλή τιμή από τους τσοπάνους, ενώ απέρριπτε την ισχύ της, όταν ο ίδιος πουλούσε τα ζώα στο παζάρι. Το κριτικό αυτό πνεύμα και τη σοφία που το συνόδευε, απέκτησε ο Δήμος με τα κοπιαστικά και επικίνδυνα εμπορικά του ταξίδια. Αυτός ήταν ο λόγος που τον άκουγαν όλοι οι χωριανοί με προσοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούσαν και να παρακολουθήσουν πάντοτε όσα έλεγε. Ακόμα και τα παιδιά του απορούσαν για τις περίεργες αντιλήψεις του πατέρα τους, όπως αυτή που υποστήριζε με πάθος ότι όποιος θέλει να μάθει γράμματα, δεν πρέπει να τρώει. Έφερνε μάλιστα ως παράδειγμα κάποιο Σιούτο, δικηγόρο, από τη Νεβροβούνιστα, χωριό κοντά στο Μουζάκι, που σήμερα ονομάζεται Πευκόφυτο.
«Ου Σιούτους», τόνιζε ο Δήμος στα παιδιά του, «που ήθιλι να μάθει γράμματα, δεν έτρωγι. Γι’ αυτό σήμιρα, έγινε μιγάλος και τρανός, έβγαλι κέρατα και κουντράει ούλου του κόσμου!»
Η πρώτη του εμπειρία με το εμπόριο ήταν στο παζάρι της Άρτας. Μια ομάδα καταφυλλιωτών, αποτελούμενη από έξι άντρες και τρεις γυναίκες πήρε ό,τι ζώα είχε ο καθένας για πούλημα και κατέβηκαν στην Άρτα, όπου γινόταν παζάρι, μεγαλύτερο απ’αυτό του Μουζακίου. Στην ομάδα ήταν και ο Θωμάς, που έσερνε μια αγελάδα για πούλημα, αλλά ο ίδιος δεν γνώριζε γράμματα, ούτε λογαριασμούς ήξερε να κάνει. Οι γυναίκες από το σπίτι - η γυναίκα του και η αδελφή του - του είπαν να δώσει την αγελάδα για χίλιες δραχμές. Αν δεν πάρει τόσα λεφτά να μην την πουλήσει, αλλά να τη φέρει πίσω. Φτάνοντας στην Άρτα, μετά από δυο μέρες ποδαρόδρομο, πήγαν κατευθείαν στο ποτάμι, όπου κατά μήκος του υπήρχαν έμποροι που πουλούσαν και αγόραζαν διάφορα προϊόντα, από ζώα μέχρι ρούχα, χάλκινα σκεύη και γενικά ό,τι μπορούσες να φανταστείς. Βλέποντας κάποιος το Θωμά με την αγελάδα, του φωνάζει:
- Πατριώτη, πουλάς τη γελάδα;
- Αά! τ’ν π’λάω, απαντά ο Θωμάς.
- Την αγοράζω χίλιες πεντακόσιες δραχμές.
- Όχι! Χίλιες τ’ δίνω κι άμα σας αρέσ’. Αλλιώς τ’ν παίρνου κι φεύγου, απαντά κοφτά και απότομα ο Θωμάς.
Ευτυχώς εκεί κοντά ήταν ο Δήμος, που παρακολουθώντας τις εμπορικές ικανότητες του Θωμά, κατάλαβε τι θα γινόταν και πήρε την αγοραπωλησία πάνω του, λέγοντας στον υποψήφιο αγοραστή:
- Έλα πατριώτη, δ’κή σου η γελάδα, χίλιες ιξακόσιες χαλεύαμι, αλλά κι οι χίλιες πεντακόσιες καλές είνι. Χαλάλι σ’!
Λίγο έλειψε ο Θωμάς να τα τινάξει όλα στον αέρα, αλλά στο μεταξύ οι γυναίκες τον τράβηξαν παράμερα, αφήνοντας το Δήμο να τελειώσει τη δουλειά. Τελικά το παζάρι πήγε καλά για όλη την ομάδα, μα το επεισόδιο με το Θωμά ήταν καταλυτικό για την επαγγελματική σταδιοδρομία του Δήμου, αφού με την επιστροφή της παρέας στο Καταφύλλι, τα νέα μεταδόθηκαν γρήγορα και όλοι θαύμαζαν το εμπορικό μυαλό του, ενώ δεν ήταν λίγοι όσοι τον παρότρυναν να γίνει έμπορας. Έτσι με λίγα δανεικά από ’δω, λίγα από ’κει, τελικά ξεκίνησε το επάγγελμα του ζωέμπορα. Που να ήξερε όμως τότε όχι μόνο τα χιλιόμετρα που θα έκανε με τα πόδια, αλλά και ότι κάθε φορά έπρεπε να σκαρφίζεται με το μυαλό του και κάτι για να ξεφύγει από τα αδιέξοδα που παρουσιάζονταν μπροστά του και που δεν ήταν καθόλου λίγα.
Οι δρόμοι για το Μουζάκι και την Άρτα ήταν γνωστοί και ο Δήμος τους είχε περπατήσει αρκετές φορές προτού γίνει έμπορας. Δεν είχαν όμως την ίδια άποψη και τα ζώα που οδηγούσε προς πώληση. Ιδιαίτερα τα γουρούνια ήταν όλο αντιρρήσεις. Αλλού τα οδηγούσε αυτός, άλλο δρόμο έπαιρναν αυτά. Σημαντική ήταν και η αμφισβήτηση που δεχόταν ως προς το διαιτολόγιο. Ο Δήμος πίστευε ότι χρειαζόταν ελαφριά και λίγη τροφή, ώστε να μην εμποδίζονται στο βάδισμα, τα ζώα αντίθετα ακολουθούσαν πιστά την παροιμία «νηστικό αρκούδι δε χορεύει», με αποτέλεσμα βλέποντας στο δρόμο κάποιο σπαρτό χωράφι να ορμούν με όση δύναμη είχαν και να απομακρύνονται απ’αυτό μόνο όταν ένοιωθαν να πέφτει προς το μέρος τους καμιά ντουφεκιά από τον ιδιοκτήτη του χωραφιού. Τα κατσίκια, ως πιο ατίθασα, αψηφούσαν όχι μόνο τις εντολές του Δήμου αλλά και τους νόμους του κράτους παραβιάζοντας μέρα μεσημέρι την απαγόρευση της βόσκησης δασικών εκτάσεων. Εκεί που συμφωνούσαν απόλυτα μαζί του - ως προς τη διατροφική πάντα συμπεριφορά τους - ήταν όταν πλησίαζαν τον προορισμό, δηλαδή την Άρτα ή το Μουζάκι. Σε απόσταση αναπνοής από αυτόν, παρέμειναν επί δυο-τρεις μέρες σε νοικιασμένο χώρο σταβλισμένα και με αρκετό φαγητό, αλάτι και νερό, ώστε να πάρουν λίγο βάρος και να αναπληρώσουν όσες απώλειες είχαν υποστεί τις προηγούμενες ημέρες. Τα ζώα, βέβαια, δεν αντιλαμβάνονταν επακριβώς όλο αυτό το σκεπτικό, αλλά δεν έφερναν αντιρρήσεις, αφού το συγκεκριμένο αποτέλεσμα συνέπιπτε και με τις δικές τους επιθυμίες. Ούτε, επίσης, μπορούσαν να αντιληφθούν και το σκοπό του μεγάλου αυτού ταξιδιού, αλλά επηρεασμένα ίσως από τον Καβάφη εύχονταν να είναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος εμπειρίες και περιπέτειες, και όχι ο τελικός προορισμός, που αν τον γνώριζαν εξ αρχής, το πιθανότερο θα ήταν να μην απολαύσουν το ίδιο το ταξίδι. Ο μόνος, τελικά, που δεν το απολάμβανε ήταν ο Δήμος, γιατί το είχε συνδέσει με τον προορισμό και τα χρήματα που θα αποκόμιζε απ’αυτόν, πράγμα καθόλου βέβαιο, μιας και οι αγοραστές είχαν τη συνήθεια να ζυγίζουν τα ζώα με ζυγαριές, ενώ αυτός, όταν τα αγόραζε, τα ζύγιζε με το μάτι, μέθοδος απόλυτα αποδεκτή στα χωριά, όχι όμως και στις πόλεις. Τα ζώα πάντως υπερασπιζόμενα προφανώς το απαραβίαστο των προσωπικών δεδομένων τους αρνούνταν και τους δυο τρόπους ζύγισης, αλλά μεταξύ δυο κακών προτιμούσαν τη μέθοδο του Δήμου, χωρίς όμως να μπορούν και να την επιβάλλουν.
Κάπως έτσι κύλησε η δεκαετία του ΄΄30, και αν μη τι άλλο είχε πετύχει να τον θαυμάζουν όλοι οι χωριανοί για την προκοπή του με φυσικό επακόλουθο να τον παντρέψουν - έτσι γίνεται πάντα με τους προκομένους - με την Αγγελική, από τον πατέρα της οποίας ο Δήμος είχε δανειστεί χρήματα και αντί επιστροφής τα κλείσανε σαν προίκα. Το Σεπτέμβριο του 1940, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, άρχισε να οργανώνει το τελευταίο ταξίδι, πριν πιάσει για τα καλά ο χειμώνας. Αυτός μεν σκεφτόταν τον χειμώνα, ο Μουσολίνι όμως δεν είχε τέτοιες ανησυχίες. Και ενώ είχε βρει καμιά πενηνταριά γίδια για τα οποία έδωσε και καπάρο, ένας έμπορας από την Άρτα, με τον οποίο συνεργαζόταν, τον ειδοποίησε να αναβάλει το ταξίδι, γιατί τα πράγματα με τους Ιταλούς δεν πήγαιναν καλά. Έτσι με κάποιες οικονομίες που είχε και λίγο πανωπροίκι που ζήτησε από τον πεθερό του αγόρασε τα γίδια και τα πήγε στο χωριό. Αν και δε μεσολάβησε προσωπικά ο Μουσουλίνι - με τη βοήθεια του όμως σίγουρα - από καταξιωμένος έμπορας έγινε γιδοβοσκός. Και πάλι καλά, γιατί με αυτά τα γίδια έζησε, τη δύσκολη περίοδο που ακολούθησε, την οικογένειά του, μιας και η Αγγελική αποδείχθηκε εξόχως καρπερή γεννώντας τρία παιδιά σε τέσσερα χρόνια γάμου.
Ο Δήμος ασχολήθηκε ξανά με το εμπόριο, αφού έληξε και ο εμφύλιος, στη διάρκεια του οποίου, όπως και πολλοί άλλοι χωριανοί, είχε εγκατασταθεί στο Μουζάκι. Μέχρι όμως να επανέλθουν οι άνθρωποι στα χωριά τους και να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία, ο Δήμος έπρεπε κάτι να κάνει. Με τα τρόφιμα και τα ρούχα που τους έδινε η Πρόνοια ίσα ίσα που ζούσαν, ενώ η Αγγελική συνέχισε και αυτή τη δεκαετία να είναι καρπερή χωρίς να την επηρεάζει ο πόλεμος γεννώντας άλλα τέσσερα κουτσούβελα. Οι γνωριμίες που είχε από παλιά τον βοήθησαν σε κάποιες μικροδουλειές, τίποτα όμως σημαντικό. Λίγο η αγωνία απ’την κατάσταση αυτή, περισσότερο οι ψύλλοι που ως νυχτερινοί τύποι περπατούσαν όλη νύχτα το κορμί του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Έτσι όμως γεννήθηκε και η ιδέα που θα τον έσωζε. Πρωί πρωί σηκώθηκε και πήρε το δρόμο προς το Βλάσι, μια διαδρομή που τη γνώριζε από παλιά. Λίγο μετά το Πευκόφυτο έστριψε δεξιά σε μια πλαγιά και μετά από δέκα λεπτά βρέθηκε σε ένα μέρος που το χώμα της γης είχε ένα περίεργο γαλαζοπράσινο χρώμα. Πήρε στα χέρια λίγο, το έτριψε και αυτό έγινε ψιλό σαν σκόνη. Αυτό ήταν. Έφυγε καταχαρούμενος για να επιστρέψει την άλλη μέρα μαζί με τη γυναίκα του. Αυτός έσκαβε και η γυναίκα του γέμιζε τα τσουβάλια. Έκαμαν τέσσερα δρομολόγια κουβαλώντας οχτώ μεγάλα σακιά. Σάββατο πρωί πρωί τα σακιά με το χώμα ήταν στο παζάρι με το Δήμο να διαλαλεί:
- Ψ’λλόχωμα! Ψ’λλόχωμα!
Στο μεταξύ είχε δασκαλέψει τα δυο μεγάλα αγόρια, τον Κώστα και τον Νικόλα, να γυρίζουν το παζάρι κρατώντας από μια σακούλα χώμα και να διαφημίζουν την αποτελεσματικότητα του ειδικού αυτού χώματος στην αντιμετώπιση των ψύλλων. Ακουγόταν τόσο ωραία αυτή η είδηση, που για αρκετούς ήταν πιο ελπιδοφόρα και από τη λήξη του πολέμου. Επόμενο ήταν να πλακώσει τόσος κόσμος στον Δήμο, που να μην προλαβαίνει να ζυγίζει και φυσικά να εισπράττει. Σε δυο ώρες είχε ξεπουλήσει και ετοιμαζόμενος να φύγει για το σπίτι, τον ρωτάει ο τελευταίος που κατάφερε να αγοράσει το θαυματουργό χώμα.
- Και πως το ρίχνουμε το χώμα για να ψοφήσουν οι ψύλλοι;
- Ε, να, του απαντά ο Δήμος, πιάν’ς του ψύλλου, τα’νοίγεις τα μάτια και τ’ρίχν’ς μέσα λίγου χώμα. Αυτός στραβώνεται και μιτά δεν τρώει.
- Μα άμα πιάσω τον ψύλλο, τον σκοτώνω, του λέει ο αγοραστής.
- Και τι μι νοιάζει ιμένα, ιγώ του πούλ’σα του χώμα, ανταπαντά απομακρυνόμενος ο Δήμος.
Δεν πρόλαβε όμως καλά καλά να πάει στο χαμόσπιτο που έμενε και κατέφθασε ένας χωροφύλακας. Αφού τον ρώτησε «τι και πως», τον πήρε στο σταθμό και τον έβαλε στο κρατητήριο. Μπαίνοντας σ’αυτό είδε τον τελευταίο πελάτη στο γραφείο του ενωμοτάρχη. Δεν πρόλαβε ο κακομοίρης να χαρεί την επιτυχία του και βρέθηκε μπλεγμένος. Σε λίγο τον φωνάζει ο ενωμοτάρχης και τον πληροφορεί ότι ο «άλλος» υπέβαλε μήνυση για απάτη και θα έψαχνε το απόγευμα και για μάρτυρες, ώστε την μεθεπόμενη μέρα που θα γινόταν το αυτόφωρο στα Τρίκαλα να τους έχει έτοιμους. Αν δεν βρει, μπορεί και να τη γλυτώσεις, του λέει, αλλά καλού κακού ψάξε και συ για μάρτυρες και δικηγόρο. Επειδή μάρτυρες που να ορκιστούν ότι έβαλαν χώμα και απαλλάχτηκαν από τους ψύλλους ήταν αδύνατο να βρει, χρήματα για να πληρώσει κανονικό δικηγόρο δεν είχε - και αυτά που έβγαλε με το χώμα δεν τα έδινε με τίποτα - σκέφτηκε να ειδοποιήσει ένα χωριανό του, τον Βαγγέλη, που εκείνη την περίοδο ζούσε στο Μουζάκι και είχε σπουδάσει δικηγόρος, αλλά δεν ασκούσε το επάγγελμα.
Την Δευτέρα πρωί ο Δήμος οδηγήθηκε στο αυτόφωρο. Όταν ήρθε η σειρά να εκδικαστεί η υπόθεσή του από τη μια μεριά ήταν ο μηνυτής συνοδευόμενος από δέκα μάρτυρες και από την άλλη ο Δήμος με τον Βαγγέλη, που ασκούσε το ρόλο του δικηγόρου, ενώ επισήμως παρίστατο ως δικολάβος.
- Μην ανησυχείς, του λέει ο Βαγγέλης. Όλα θα πάνε καλά.
Ο πρόεδρος, αφού διάβασε την κατηγορία, ρωτάει τον Δήμο τι έχει να πει και ο Δήμος δηλώνει αθώος, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο δικηγόρος. Στη συνέχεια άρχισαν να παρελαύνουν οι μάρτυρες, να λένε ότι αγόρασαν το χώμα, το χρησιμοποίησαν το βράδυ, αλλά οι ψύλλοι δεν έπαθαν τίποτα.
- Μας εξαπάτησε, κατέληγαν όλοι. Είναι απατεώνας.
Όταν ερχόταν η σειρά του Βαγγέλη να πάρει το λόγο ρωτούσε τους μάρτυρες το ίδιο πράγμα και έπαιρνε από όλους την ίδια απάντηση.
- Κύριε μάρτυς. Όταν πήγατε στον κατηγορούμενο να αγοράσετε το χώμα, τι ακούσατε να λέει ο κατηγορούμενος;
- Φώναζε ψυλλόχωμα, ψυλλόχωμα.
- Μάλιστα. Τον ρωτήσατε να σας εξηγήσει πώς να το χρησιμοποιήσετε;
- Όχι.
- Γιατί;
- Είχε πολύ κόσμο, αλλά δε χρειαζόταν κιόλας. Ένας τρόπος υπάρχει.
Τελικά ήρθε και η ώρα της αγόρευσης του δικηγόρου, ενώ ο Δήμος όπως εξελισσόταν η δίκη έβλεπε ότι πήγαινε για τη φυλακή.
- Κύριε πρόεδρε. Από την ακροαματική διαδικασία είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε είναι καθαρά ορθογραφικό. Ο κατηγορούμενος, όπως όλοι οι μάρτυρες κατέθεσαν, διαλαλούσε το εμπόρευμά του φωνάζοντας «ψιλόχωμα, ψιλόχωμα», δηλαδή ψιλό χώμα, το ψι με γιώτα και ένα λάμδα. Και έλεγε αλήθεια. Δείτε και σεις αν είναι ή όχι ψιλό, είπε, καταθέτοντας στην έδρα του δικαστηρίου ένα σακουλάκι με χώμα. Αν κάποιος από τους μάρτυρες ρωτούσε που να το χρησιμοποιήσει, ασφαλώς και ο κατηγορούμενος θα του έλεγε την αλήθεια, δηλαδή να το χρησιμοποιήσει ως εξαίρετο φυτόχωμα. Εξάλλου χώμα για ψύλλους δεν υπάρχει και αν υπήρχε, θα πωλούνταν στα φαρμακεία ως φάρμακο και όχι στο παζάρι. Προφανώς ο μηνυτής, όταν τον ρώτησε πώς να το χρησιμοποιήσει για να σκοτώσει τους ψύλλους, ο κατηγορούμενος το εξέλαβε ως πείραγμα, γι’αυτό και του απάντησε όπως του απάντησε. Ορθογραφικό, κύριε πρόεδρε, και μόνο ορθογραφικό είναι το πρόβλημα.
Ο πρόεδρος ακούγοντας τον δικολάβο χαμογελούσε. Όταν, δε, ήρθε η ώρα της απόφασης και αθώωσε το Δήμο, στράφηκε προς τη μεριά των μηνυτών και τους είπε:
- Τι να κάνω; Βλέπετε εκτός από αφελείς είστε και ανορθόγραφοι!
Ο Δήμος ακούγοντας την απόφαση του προέδρου δεν πίστευε στα αυτιά του. Επιστρέφοντας στο Μουζάκι μαζί με τον Βαγγέλη εκτός από τις ευχαριστίες του εκδήλωνε με κάθε τρόπο και το θαυμασμό του για τα γράμματα που έμαθε ο Βαγγέλης. Με τις μέρες όμως διαπίστωνε ότι πολλοί από τους Μουζακιώτες που έπεσαν θύματα της δικής του έμπνευσης δεν είχαν την ίδια άποψη. Πολλά λέγονταν και ακόμα περισσότερα εννοούνταν. Έτσι τα μάζεψε άρον άρον και έφυγε για το χωριό. Με τα λίγα χρήματα που έβγαλε από το «ψ’λλόχωμα» ξεκίνησε το εμπόριο ζώων με αποκλειστικό προορισμό αυτή τη φορά την Άρτα. Αργότερα μετέφερε και την οικογένεια εκεί, για να μάθουν τα παιδιά γράμματα, δεχόμενος τώρα πια και άλλη μία παροιμία «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».
Απέναντι όμως στις άλλες παροιμίες κρατούσε πάντα κριτική στάση. Ποιος χαζός, έλεγε, έβγαλε την παροιμία «κακό χωριό τα λίγα σπίτια». Ίσα ίσα όσο πιο λίγα είναι τα σπίτια, τόσο μεγαλύτερη περιουσία θα έχουν όσοι μένουν σ’αυτό. Η άλλη πάλι παροιμία «κάθε εμπόδιο για καλό»; Αυτός όσες φορές βρήκε εμπόδιο, μόνο κακό τον βρήκε. Καλό δεν είδε ποτέ του. Άσε που «για ψύλλου πήδημα» βρέθηκε κατηγορούμενος και θα πήγαινε και φυλακή, αν δεν βρισκόταν ο Βαγγέλης - που έμαθε γράμματα - να τον σώσει. Τι σόι, πάλι, Θεός είναι αυτός «που αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη»; Πρέπει να διαλέξει με ποιον θα πάει. Ή με τον έναν ή με τον άλλον. Δεν μπορεί να είναι αναποφάσιστος!
Έτσι πέρασε τη ζωή του ο Δήμος, που χωρίς να το επιδιώξει, άφησε εποχή στην ιστορία των εμπόρων της Αργιθέας.