α. Τα όπλα των Αγωνιστών
Γράφει ο Β. Λ. Τσιουραντάνης
«Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα και το καρυοφυλλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο».
«Τ' αντρειωμένου τ' άρματα δε πρέπει να πουλιώνται, μόν' πρέπει μπρος στην εκκλησιά και εκεί να λειτουργιώνται.»


Τα όπλα που χρησιμοποίησαν οι αγωνιστές του 1821 αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της ενδυμασίας και ήταν τα προσφιλέστερά τους αντικείμενα. Για αυτούς ήταν ιερά και αντιπροσώπευαν τη μαχητικότητα και την περηφάνια τους. Το ντρόπιασμα των όπλων το θεωρούσαν ατιμία. Ο διάκοσμος του οπλισμού ήταν ξεχωριστός, ενώ ταυτόχρονα φανέρωνε την οικονομική κατάσταση του κατόχου. Χάλυβας, χαλκός, χρυσός και φίλντισι, ασήμι, ξύλο, κόκκαλο, πολύτιμες πέτρες, δέρμα ακόμη και μαργαριτάρια και κοράλλια ήταν τα διακοσμητικά υλικά σε λαβές τουφεκιών, γιαταγανιών και σπαθιών αλλά και στις επιφάνειες των θηκών. Αγαπημένο σύμβολο των κλεφτών και των αρματολών ήταν ο αετός, γιατί αισθάνονταν τη ζωή τους να μοιάζει μ' εκείνη του αετού, που παρουσιάζεται σε κάποια όπλα με απλωμένα φτερά και το κεφάλι να ατενίζει περήφανα τον ουρανό.
Η κατοχή καλών και διακοσμημένων όπλων γέμιζε περηφάνια τον ιδιοκτήτη. Ήταν η τιμής τους, η αντρειοσύνη τους, τα κοσμήματά τους. Όταν μάλιστα ήταν λάφυρα που αποκτήθηκαν στη μάχη από το χέρι του νεκρού εχθρού, τότε ο ιδιοκτήτης είχε επιφανέστερη θέση. Θεωρούσαν τα όπλα τους ιερά όπως ακριβώς τις άγιες εικόνες. Είναι ενδεικτική η σκηνή που απεικονίζει τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να ευλογεί τις σημαίες και τα όπλα των Ελλήνων επαναστατών. Τα είχαν σαν παιδιά τους και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τους έδιναν τα ονόματα των παιδιών τους αλλά και άλλων συγγενικών προσώπων.
Τη σημασία που πρέπει να έχουν για τους νεότερους Έλληνες τα όπλα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, μας την δείχνει ο στίχος του ποιητή Κωστή Παλαμά:
“Δεν είναι για χαροκοπιές και για τα πανηγύρια
Οι φουστανέλες, τα άρματα, η φέρμελη η χρυσή.
Τα άγιασε το αίμα κι η φωτιά, φέρτε λιβανιστήρια
τάχτε τα στα κονίσματα κι ανάφτε τους κερί”.
Τα άρματα τους ανάλογα με το είδος τους κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες :τα αγχέμαχα και τα εκήβολα. Στην κατηγορία των αγχεμάχων βρίσκονται τα εξής: πάλες(σπάθες), γιαταγάνια(χαντζάρες), τσεκούρια, τοπούζια (κεφαλοθραύστες) καθώς και άλλα μικρά ξιφίδια. Στην κατηγορία των εκηβόλων, εκτός από το κυρίαρχο όπλο που δέσποζε στον ελλαδικό χώρο, το καρυοφύλλι, μακρύκαννα τουφέκια ήταν επίσης ο σισανές και το νταλιάνι και οι βραχύκαννες πιστόλες και τα ελάχιστα κανόνια. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες ναυμάχοι δεν κρατούσαν καρυοφύλλια, αλλά χρησιμοποιούσαν τα τρομπόνια και είχαν εξοπλίσει τα πλοία τους με κανόνια. που μαζί με τα πυρπολικά ήταν τα αποτελεσματικότερα όπλα της Επανάστασης στη θάλασσα! Η προμήθεια των κανονιών γίνονταν από τα κάστρα του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς δωροδοκόντας τους Τούρκους φρούραρχους και από αγορές σε ευρωπαϊκά λιμάνια όπου πήγαιναν τα πλοία για να ξεφορτώσουν (Μάλτα, Τεργέστη, Μασσαλία κ.α.).Κατά τη διάρκεια του Αγώνα τα έπαιρναν και από τα κάστρα που είχαν λευτερώσει.
Στην προεπαναστατική περίοδο όσο και κατά την επανάσταση, είχαν αναπτυχθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα βιοτεχνίες και εργαστήρια παραγωγής όπλων με εισαγωγές μηχανισμών από την Ιταλία αλλά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τροφοδότης των όπλων της επανάστασης με πυρομαχικά ήταν κυρίως οι μπαρουτόμυλοι των Αφών Σπηλιωτόπουλου στη Δημητσάνα, που ήταν ουσιαστικά η έδρα της πρώτης ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας. Εργαστήρια των όπλων υπήρχαν στα Άγραφα(ΒΡΑΓΚΙΑΝΆ), στην Ήπειρο (ΓΙΑΝΝΕΝΑ), στη Φθιώτιδα (ΜΑΥΡΙΛΟ),τη Νάουσα αλλά και αλλού. Οι τεχνίτες που ασχολήθηκαν με την κατασκευή και την διακόσμηση της αρματωσιάς προέρχονταν κυρίως από την τάξη των χρυσικών που με τον καιρό με την εμπειρία που απέκτησαν έγιναν, εκτός από διακοσμητές, συντηρητές, επισκευαστές και συναρμολογητές όπλων. Δημιουργήθηκε έτσι μια ξεχωριστή κατηγορία τεχνιτών, οι «ντουφεξήδες» ή «τζεμπετζήδες (τουρκ. cepeci = οπλουργός)».Την ίδια εργασία είχαν αναλάβει και ξένοι φιλέλληνες τεχνίτες.
Αργότερα οι φιλέλληνες και ο οργανωμένος τακτικός στρατός προμήθευσε τους αγωνιστές μας με σύγχρονα ευρωπαϊκά όπλα, Ιταλικής, Βελγικής και Ρώσικης προέλευσης. Επίσης άρχισε να λειτουργεί από το Σεπτέμβριο του 1825 στο Ναύπλιο εργοστάσιο επισκευής τυφεκίων και πυροβόλων και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικού υπό τη διοίκηση του Γάλλου συνταγματάρχη Αρνώ, ο οποίος έφερε από τη Γαλλία τα αναγκαία μηχανήματα και επιτελείο πυροτεχνουργών.
Στρατόπεδα -πολεμικές τακτικές
Οι αρματολοί και οι κλέφτες «τα ξεφτέρια του Ολύμπου και των Αγράφων »του Ρήγα αποτέλεσαν τον πρώτο άτακτο ελληνικό στρατό, "τη μαγιά της λευτεριάς" όπως τους χαρακτηρίζει ο Μακρυγιάννης. Τα ελληνικά στρατόπεδα, όπου συγκεντρώνονταν οπλοφόροι από κάθε γωνιά του Ελληνισμού στις αρχές του Αγώνα, παρουσίαζαν γραφική πολύχρωμη φανταχτερή εικόνα. Οι επαναστάτες που έφταναν μπουλούκια (τουρκ. Boluk = συντροφιά, λόχος) στο στρατόπεδο της Πάτρας με την κήρυξη της Επανάστασης είχαν πρωτόγονο οπλισμό, κυνηγετικά όπλα, μαχαίρια δεμένα σε μακριά ξύλα, ρόπαλα, σφεντόνες, δικράνια και δρεπάνια. Οι χωρικοί που μαζεύονταν στο στρατόπεδο της Καρύταινας όπλα τους είχαν μαχαίρια, σούβλες και ό,τι άλλο μπορούσε να χρησιμεύσει σαν φονικό όργανο. Το στρατόπεδο της Καρύταινας έμοιαζε με χωριάτικο πανηγύρι. Οι άτακτοι πολεμιστές αποτελούσαν τον κύριο όγκο του επαναστατικού στρατού. Όταν κηρύχθηκε η Ελληνική Επανάσταση δεν υπήρχε κανένα οργανωμένο στρατιωτικό σώμα στην Ελλάδα και ο αγώνας διεξαγόταν από τα άτακτα σώματα, τον πυρήνα των οποίων αποτελούσαν κυρίως τμήματα που προέρχονταν από τους κλέφτες και τους αρματολούς χωρίς στρατιωτική εκπαίδευση και πειθαρχία. Η ζωή του Έλληνα στην Τουρκοκρατία όμως τον είχε σκληραγωγήσει και τον είχε προετοιμάσει πολύ καλά για τις κακουχίες ενός άτακτου πολέμου. Η φυσική ζωή του βοσκού με τη διαρκή παραμονή στο ύπαιθρο και τις συχνές ορειβασίες τον είχε κάνει γερό και ρωμαλέο, εκπληκτικά ευκίνητο, ακούραστο και καρτερικό πεζοπόρο, ολιγαρκή και πρόθυμο για κάθε μετακίνηση, νύχτα και μέρα. Η γρηγοράδα του είναι απαράμιλλη, νόμιζες πως μόλις πατά στη γη.
Οι Τούρκοι είχαν στρατιωτικά σώματα με κάποια πειθαρχία, πείρα και εξάσκηση στα όπλα, ενισχυμένα με ιππικό και πυροβολικό.
Σταδιακά όμως το σκηνικό αυτό άλλαξε, όταν άρχισαν να φθάνουν φορτία ευρωπαϊκών όπλων από τα φιλελληνικά κομιτάτα (επιτροπές) που είχαν ιδρυθεί στις χώρες της Ευρώπης και εργάζονταν για την ενίσχυση της επανάστασης, καθώς και από τα λάφυρα που κυρίευσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες από τον τουρκικό στρατό, ο οποίος είχε τα ίδια όπλα με αυτά που αναφέραμε.
Είναι γνωστό ότι ο τρόπος πολέμου που οδήγησε στις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες στην ξηρά το 1821, ήταν ο κλεφτοπόλεμος. Οι επαναστάτες δηλαδή πολεμούσαν αμυντικά οχυρωμένοι πίσω από βράχους ή χτισμένες μικρές μάντρες (ταμπούρια) και δεν ανοίγονταν στους κάμπους ελλείψει ιππικού. Προφανώς όταν έσπαγε η ορμή της εχθρικής επίθεσης έκαναν αντεπιθέσεις (γιουρούσια) χρησιμοποιώντας τα σπαθιά τους. Ο τρόπος χρήσης των όπλων του 19ου αιώνα που απαιτούσαν συνεχές και σχετικά χρονοβόρο γέμισμα για μία μόνο βολή, καθόριζε και την πολεμική τακτική τους. Πολλές φορές ένας πολεμιστής γέμιζε συνεχώς και ο πιο έμπειρος και καλός σκοπευτής έριχνε εναλλάσσοντας τα όπλα που του γέμιζε ο συμπολεμιστής του. Επειδή πολλές φορές κινδύνευαν να "πέσει" ο εχθρός που έκανε γιουρούσι μέσα στα ταμπούρια και δεν προλάβαιναν να ξεθηκαρώσουν τα σπαθιά τους, τα είχαν γυμνά ήδη και καρφωμένα στο χώμα δίπλα από το μετερίζι τους, έτσι ώστε να τα έχουν πρόχειρα, αν πλησιάσουν οι εχθροί. Σε περίπτωση συνεχούς κίνησης και διαδοχικών γεμισμάτων και πυροβολισμών και συμπλοκών σώμα με σώμα, κάποιοι κουβαλούσαν τα σπαθιά στα δόντια τους ώστε να έχουν τα χέρια ελεύθερα να γεμίζουν. Μετά κρεμούσαν το ντουφέκι και έπαιρναν το σπαθί κ.ο.κ. Υπάρχει και το σχετικό τραγούδι "στα δόντια σούρνουν το σπαθί, στα χέρια το ντουφέκι". Η επίθεσή τους συνοδεύονταν με κραυγές, φωνές, προσευχές και δαιμονισμένο χτύπημα από τουμπερλέκια και ταμπούρλα. Μπροστά πήγαιναν οι μπαϊρακτάρηδες που ήταν συνήθως οι πιο τολμηροί στρατιώτες και συνήθως ξεκινούσαν την σφαγή με τη λόγχη της σημαίας. Οι κυνηγημένοι Τούρκοι έβρισκαν καταφύγιο στα κάστρα τους, ή τρέπονταν σε φυγή με το ιππικό τους και στην έσχατη ανάγκη πέταγαν τα ακριβά τους όπλα για να καθυστερούν τους διώκτες τους. Οι δικοί μας κατέφευγαν στα βουνά όπου υπήρχε ασφάλεια από το ιππικό των Τούρκων και όλο και κάποια ομάδα Ελλήνων θα υπήρχε να τους καλύψει. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώθηκε να κρατηθούν οι πολιορκίες των κάστρων μέχρι να αναλάβει η πείνα και να πέσουν, ο "στρατηγός Ψωμάς" όπως έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Επίσης το πιάσιμο στενών περασμάτων και οι ενέδρες ήταν συνδεδεμένες με την τακτική του κλεφτοπολέμου και οι σημαντικότερες επιθετικές νίκες των επαναστατημένων ήταν αυτής της μορφής όπως στα Δερβενάκια, στα Βασιλικά, στην Αράχωβα και αλλού.
Τα κυριότερα όπλα των αγωνιστών του 1821
Καρυοφύλλι - καριοφίλι
Καρυοφύλλι, καριοφίλι ή καριοφύλι (ή και αλλιώς ντουφέκι) είναι είδος μικρού λεπτόκαννου, εμπροσθογεμούς τυφεκίου που έχει τον υποκόπανο σε σχήμα πυραμίδας και λειτουργούσε με μηχανισμό πυρόλιθου (τσακμακόπετρας). Η κάννη ήταν κυλινδρική, επιμήκης, σιδερένια με στόχαστρο. Το μήκος του ήταν μεταξύ 1,20 και 1,70 με ιδιόμορφο κοντάκι. Όσο πιο μακριά ήταν η κάννη του τόσο μεγαλύτερο το βεληνεκές του. Το καριοφίλι ήταν το κλασικό όπλο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν,όπως είπαμε, και με ξεχωριστό όνομα. Με αυτό δοξάστηκε η κλεφτουριά. Έγινε ο αχώριστος σύντροφος κάθε κλέφτη, κάθε αρματολού. Από τον ήχο του αντηχούσαν οι απόκρημνες ελληνικές βουνοκορφές. Η μακριά κάννη επέτρεπε αρκετό βεληνεκές, αλλά για ευστοχία το όπλο έπρεπε να στηρίζεται. Το καριοφίλι ήταν δύσχρηστο όπλο, ο δε μηχανισμός του πυρόλιθου πολλές φορές δεν πυροδοτούσε εξαιτίας κυρίως των καιρικών συνθηκών. Συνήθως έχει διάφορα στολίσματα και ποικίλματα χυτά από ορείχαλκο. Ενετικής προέλευσης και κατασκευής, χρησιμοποιήθηκε στην Ανατολή ιδίως από τις αρχές του ΙΗ' αιώνα μέχρι και τα μέσα του ΙΘ'. Το προτιμούσαν από τα πλατύκαννα διότι γεμιζόταν εύκολα με τα λεγόμενα «χαρτούτσα» και «φουσέκια», δηλαδή ελαφρά φυσίγγια.
Παρόλο που για τους τακτικούς στρατούς της Δύσης ήταν άχρηστο, στον κλεφτοπόλεμο και σε χέρια καλών σκοπευτών ήταν πολύτιμο. Ο υποκόπανος του χρησιμοποιούνταν με αποτελεσματικότητα ως ρόπαλο σε έσχατη ανάγκη.
Την ονομασία του την οφείλει πιθανότατα στο Βενετικό εργοστάσιο κατασκευής όπλων, “Carlo e figli” (Κάρλο και υιοί) το οποίο και κατασκεύασε το πρώτο καρυοφύλλι Η δημοτική μούσα ύμνησε το καρυοφύλλι όσο κανένα άλλο όπλο. Γνωστοί οι στίχοι που φανερώνουν την επιθυμία αλλά και τη δύναμη του λαϊκού αγωνιστή: «Θα πάρω το τουφέκι μου, τ’ άγιο το καρυοφύλλι».
Πιστόλα ή κουμπούρα ή Μπιστόλα (ρόκα)
Η κουμπούρα αποτελεί ακόμη ένα δημοφιλές κοντόκανο όπλο που χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση από τους αγωνιστές του 1821. Οι πιστόλες ήταν μονόκαννες και δίκαννες. Τις δίκαννες τις έλεγαν διμούτσουνες. Συνήθως ήταν ασημένιες ή επίχρυσες και είχαν μήκος περίπου 58 εκατοστά. Ήταν στολισμένες με αχιβάδες, κανόνια, ακόντια, λάβαρα και φυτά. Οι μηχανισμοί πυροδότησης τους ήταν ευρωπαϊκοί.
Σισανές
Ακόμη ένα μακρύκαννο όπλο, το οποίο απέκτησαν οι Έλληνες αγωνιστές κυρίως ως λάφυρο από τις μάχες, ήταν ο οθωμανικός σισανές. Ήταν εμπροσθογεμές, ραβδωτό οθωμανικό τουφέκι με εξάγωνη κάννη και είχε πολυγωνικό κοντάκι.
Τρομπόνι
Το τρομπόνι ήταν ένα όπλο κοντόκαννο με πλατιά κάννη και μηχανισμό πυριτόλιθου. Ευρύστομο πυροβόλο που εξαπέλυε πολλά σφαιρίδια μαζί. Ήταν διακοσμησμένο με σταυροειδή ασημένια καρφάκια. Σε αντίθεση με τους στεριανούς οι Έλληνες ναυτικοί δεν κρατούσαν καρυοφύλλια αλλά τρομπόνια.
Σπάθα( Πάλα, Σπάθη)
Αν οι Αγωνιστές θεωρούσαν τα άρματά τους ιερά, τα σπαθιά ήταν τα άγια των αγίων. Ήταν το όπλο της παλικαριάς που καταξίωνε τον αντρειωμένο στη μάχη σώμα με σώμα. Η σπάθα αποτελούσε βασικό όπλο της Επανάστασης του 1821 και την αναρτούσαν με μεταξωτά κυλινδρικά κορδόνια από τον ώμο τους ή συνήθως στερεωνόταν στο σελάχι τους. Με επιμήκη λάμα, κυρτή στη ράχη της ενώ στην κόψη ήταν κοίλη και προς την αιχμή γινόταν κυρτή. Η λαβή αποτελείται από δυο τμήματα ξύλου που στο κάτω άκρο τους αποκτούν πλατιά, κυρτή επιφάνεια, εσωτερικά και εξωτερικά επίπεδη. Το κενό ανάμεσά τους κάλυπτε ταινιωτό έλασμα από ατσάλι που έφερε εγχάρακτη διακόσμηση από κυματιστές γραμμές. Το έλασμα αυτό συνεχίζεται και πάνω από την ξύλινη λαβή, καλύπτοντας ένα τμήμα πριν αρχίσει η λάμα. Η απόληξή του έμοιαζε με ουρά δράκοντα, ενώ η λαβή του με κεφάλι άγριου δράκοντα που πολλές φορές τα μάτια του τα στόλιζαν πολύτιμα πετράδια. Το θηκάρι ήταν όμορφα στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια. Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικό όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο. Ξακουστή ήταν η τέχνη και η δύναμη του Γκούρα και του Νικηταρά στην πάλα.
Γιαταγάνι (Yatagan)
Ήταν ένα είδος μεγάλης μάχαιρας με μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι., χωρίς φυλακτήρα στη λαβή, τουρκικής προέλευσης και ήταν συχνά λάφυρο αγώνων. Από το πιο γερά και ανθεκτικά όπλα. Ήταν τόσο γερά που σκίζανε λαμαρίνα και αντέχανε να κόψουν χοντρή αλυσίδα. Η λεπίδα του σχηματίζει κοίλη καμπύλη στο μέσο και κυρτή στην αιχμή. Είναι πλατιά και καμπυλωτά προς το μέρος της αιχμής. Το γιαταγάνι κρεμόταν συνήθως από το σελάχι. Η χρήση του γενικεύτηκε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και αποτέλεσε απαραίτητο εξάρτημα του οπλισμού των Ελλήνων αγωνιστών. Έχουν διασωθεί πολλά γιαταγάνια σε σχέση με άλλα όπλα. Το γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά.
Χαρμπί
Το χαρμπί ήταν ένα κοφτερό και μυτερό όπλο με πολλαπλές χρήσεις. Χρησιμοποιούνταν για το καθάρισμα και το γέμισμα πυροβόλου όπλου, αλλά και ως λίμα για το τρόχισμα των σπαθιών. Όταν το ξεθηκαρώνανε μετατρεπόταν στο πιο κοφτερό και μυτερό φονικό όπλο των Αγωνιστών. Το χαρμπί ήταν στρογγυλεμένο από όλες τις πλευρές. Χρησίμευε και σα σουβλί για ψήσιμο και το μεταχειρίζονταν αντί για πιρούνι.
Μπελ Χατζάρι-Τσεκούρι- Τοπούζι
Στη μέση του πολεμιστή, στη δεξιά μεριά από το λουρί του σελαχιού βρισκόταν πιασμένο το δίκοπο μικρό μαχαίρι, το μπελ χατζάρι. Αυτό το μεταχειρίζονταν πιο πολύ οι Τούρκοι.Από τους Έλληνες το είχαν όσοι το αποχτήσανε σαν λάφυρο.
Το τούρκικο τοπούζι, ένα ραβδί δυο πιθαμές μάκρος που στη μια μεριά είχε ένα στρογγύλεμα με χυτό μολύβι μέσα για να βαραίνει και στην άλλη μεριά τελείωνε σε βέλος αγκαθωτό. Από παλιά το είχανε οι πασάδες και σαν φέρνανε μπροστά τους κανένα φταίχτη και θέλανε οι ίδιοι να τον τιμωρήσουν, αν το φταίξιμό του ήταν μικρό, με το στρογγύλεμα από το τοπούζι του δίνανε κάμποσες στο κεφάλι, αν πάλι ήταν βαρύ το κρίμα τον τρυπούσαν στην κοιλιά με το βέλος!
Στο σελάχι στην ίδια μεριά με το χατζάρι ήταν ζωσμένο το τσεκούρι τους. Τέτοιο συνήθιζαν να φέρουν μονάχα οι καπεταναίοι όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι κ.ά.
Σελάχι (οπλοθήκη)
Το σελάχι ήταν ανδρική ζώνη-θήκη που την φορούσαν πάνω από τη φουστανέλα. Ήταν δερμάτινο και αποθήκευαν μέσα τις πιστόλες και τα μαχαιράκια. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης και αργότερα από ορισμένους αστούς στην Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Ήπειρο.
Παλάσκες(ή μπαλάσκες)
Οι αγωνιστές του 1821 φορούσαν γύρω από τη μέση τους τις παλάσκες στις οποίες τοποθετούσαν τα πολεμοφόδιά τους. Οι παλάσκες ήταν μεταλλικές αλλά και δερμάτινες θήκες ορθογώνιου σχήματος, μέσα στις οποίες οι πολεμιστές τοποθετούσαν τα προετοιμασμένα βόλια τους, τις λεγόμενες «χαρτούτσες» ή τα «φουσέκια». Ήταν συνήθως διακοσμημένες με πλούσια περίτεχνα κεντήματα. με φυτικά αλλά και μυθολογικά θέματα, οι μεταλλικές διακοσμημένες με την τεχνική Σαβάτ (παραδοσιακή Γιαννιώτικη τεχνική). Οι διακοσμήσεις ήταν ανάλογες με την θέση και την τάξη στην οποία ανήκε κάθε αγωνιστής στο πλαίσιο της κοινότητας των κλεφταρματολών.
Οι παλάσκες, σχεδόν πάντοτε ζευγάρι «τακίμι», στερεώνονταν πίσω δεξιά και αριστερά, πάνω σε δερμάτινη ζώνη που την έδεναν στην μέση και προστάτευαν κάποιες φορές και από πισώπλατα εχθρικά βόλια.
Μεδουλάρι
Το μεδουλάρι ήταν μια μικρή, ασημένια, συνήθως, μεταλλική θήκη όπου φυλαγόταν το μεδούλι (λίπος ή μυελός οστών βοδιού) για τη λίπανση των όπλων και τη προφύλαξή τους από τη σκουριά. Κρεμόταν από τη μέση και στερεωνόταν στο σελάχι ή το ζωνάρι συνήθως στην αριστερή πλευρά.
…………………….
Τα διακοσμητικά θέματα στις παλάσκες και τα μεδουλάρια είναι συμβολικά-αλληγορικά. Υμνούν την ανδρεία και την γενναιότητα των Ελλήνων αγωνιστών ή απεικονίζουν θέματα θρησκευτικά, και κάποιες φορές εξομοιώνουν μορφές αγίων με τις μορφές ηρώων-αγωνιστών του Εικοσιένα. Ακόμη στις παλάσκες και τα μεδουλάρια εικονίζονται μορφές-σύμβολα -πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας : η θεά Αθηνά, η θεά Δήμητρα, ο θεός του πολέμου ο Άρης, ο Μέγας Αλέξανδρος… Η ανάμνηση του αρχαίου κόσμου γίνεται με τον αγώνα του Εικοσιένα μια σταθερή εμμονή. Τα σύμβολα αυτά στήριζαν και ενδυνάμωναν ψυχολογικά τους υπόδουλους Έλληνες, δίνοντας ταυτόχρονα βάθος και έκταση στην εθνική ιστορική μνήμη, απόδειξη του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος και της συνέχειας της ελληνικής φυλής.
Μπάλες κανονιών
Ήταν συμπαγής από χυτοσίδηρο, το βάρος της οποίας σε λίτρες χαρακτήριζε και το κανόνι. Τα μεγάλα πολεμικά πλοία είχαν καμίνους για να ερυθροπυρώνουν τις μπάλες και καθώς τις έριχναν προκαλούσαν πυρκαγιά στα εχθρικά πλοία. Η τακτική αυτή όμως εγκαταλείφθηκε γιατί πολλές φορές επέβαινε μοιραία για το ίδιο το πλοίο.
…………………….
Είχαν ακόμη μεζούρες (ιταλ. mesura = ταινία μέτρησης)- σέσουλες (ιταλ. sessola = κοίλο φτυαράκι) για την ακριβή μέτρηση της μπαρούτης. Με αυτές υπολόγιζαν σωστά τη γόμωση των τουφεκιών για να μην υπάρχει κίνδυνος να διαρραγούν. Παρόλο που πολλοί αγωνιστές εικονίζονται έφιπποι, τακτικό ιππικό, σε αντίθεση με τους Τούρκους, δεν υπήρχε τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης.
Ως όπλο χρησιμοπούνταν ενίοτε και τα λάβαρα που έφεραν λόγχη στο πάνω μέρος αλλά και η μάλλινη χοντρή κάπα που λειτουργούσε ως ασπίδα για τα εχθρικά σπαθιά
Για την κατασκευή των πυριτόβολων χρησιμοποιούσαν δεσμίδες χοντρού χαρτιού Εκεί όπου κατά τον αγώνα υπήρξε έλλειψη χαρτιού, χρησιμοποιήθηκαν ολόκληρες παλιές βιβλιοθήκες με πολύτιμες μάλιστα εκδόσεις, όπως η βιβλιοθήκη της σχολής της Δημητσάνας!