![]() |
Αργιθέα: Ο τόπος και οι άνθρωποι
του Β. Λ. Τσιουραντάνη
![]() |
Το κείμενο αυτό είναι ένα μικρό ευλαβικό αφιέρωμα στο γέροντα Δαβίδ για το μεγάλο κοινωνικό έργο του και την προσφορά του στην κοινωνία της Αργιθέας στα πέτρινα χρόνια της Κατοχής, του Εμφυλίου, αλλά και στα πρώτα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια. Ο μακαριστός Δαβίδ ήταν μακρινός συγγενής μου. Γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια ακριβώς δίπλα από το πατρικό του σπίτι στο Παλιονέχωρο Βραγκιανών την εποχή που ο Δαβίδ βέβαια είχε φύγει από τη ζωή αλλά είχα την ευκαιρία να ακούσω γι αυτόν πολλές διηγήσεις και από πολλούς ανθρώπους που όλες συνέκλιναν στο ότι ο Δαβίδ ήταν ένας αξιαγάπητος
μοναχός που εμφορούνταν από φόβο Θεού και από βαθιά συναίσθηση της μοναχικής του ιδιότητος, της διακονίας του στο
μοναστήρι αλλά και ότι η κοινωνική προσφορά του στη χειμαζόμενη κοινωνία της περιοχής ήταν πολύ μεγάλη. Πρόλαβα όμως το γιο του, τον μπαρμπα - Γιώργη Καμζέλη, ο οποίος για πολλές δεκαετίες ήταν άμισθος ιεροψάλτης στον Άγιο Κωνσταντίνο Νεοχωρίων και ακόμα ηχούν στα αυτιά μου εκείνα τα ακούσματα των παιδικών χρόνων με την κατανυκτική και ευλαβική απόδοση των ύμνων από τον ταπεινό αυτό ιεροψάλτη.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ
Ο Δαβίδ γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1870 στο συνοικισμό Παλιονέχωρο Βραγκιανών. Το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτρης. Οι πρόγονοί του είχαν μετοικήσει στην περιοχή από τον Μεσόπυργο Άρτας. Αφού φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Βραγκιανών παντρεύτηκε και απέκτησε έναν γιο, τον Γιώργη και μια κόρη, τη Φώτω. Τη δεκαετία του 1920 διετέλεσε για τέσσερα χρόνια πρόεδρος του χωριού. Άγνωστο ποιος από μικρή ηλικία του εμφύσησε την ιδιαίτερη αγάπη που είχε προς την εκκλησιαστική ζωή και τις ιερές ακολουθίες. Γνώριζε σχεδόν όλες τις ιερές ακολουθίες απέξω πριν ακόμη αποφασίσει να μονάσει.
Ο θάνατος της συζύγου του ήταν ένα μεγάλο πλήγμα γι’ αυτόν. Τα δυο παιδιά του είχαν ήδη παντρευτεί. Απαλλαγμένος πλέον από οικογενειακές υποχρεώσεις, αν και σε μεγάλη ηλικία, πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός στην Ι. Μ. Σπηλιάς.
Στις 24 Αυγούστου του 1937 μετά την κοίμηση του ηγουμένου Δωρόθεου,(κατά κόσμον Δημήτριος Αναγνώστου από τα Βραγκιανά) εκάρη μοναχός, παίρνοντας το όνομα ΔΑΒΙΔ που του έδωσε ο μακαριστός Μητροπολίτης Ἰεζεκιήλ. Την ίδια χρονιά έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου και ορίζεται ηγούμενος της Μονής, δείγμα της εκτίμησης του επισκόπου στο πρόσωπό του. Παράλληλα από το 1944 μέχρι το 1951, οπότε ανέλαβε την ενορία ο παπα-Κώστας Κωστακιώτης, ήταν και εφημέριος στον Άγιο Κων/νο Αετοχωρίου, από όπου και μισθδοτούνταν.
Ο Δαβίδ ως ηγούμενος
Ήταν Ηγούμενος αλλά στην όψη ήταν σαν ασκητής, αναχωρητής. Ζούσε σαν απλός μοναχός και δεν φερόταν σαν ηγούμενος. Εξάλλου μόνο περιστασιακά εκείνη την περίοδο υπηρέτησαν άλλοι μοναχοί στο μοναστήρι. Κατάφερε να έχει μια πολύ καλή συνεργασία με τον μητροπολίτη Ιεζεκιήλ(1924-1951),πράγμα που δεν είχαν καταφέρει οι τέσσερις προκάτοχοί του (Κυπριανός, Σωφρόνιος, Δωρόθεος, Βησσαρίων). Τέσσερις ηγουμένους άλλαξε ο Ιεζεκιήλ πριν απ΄ αυτόν σε 10 χρόνια!!!
Στα πρώτα χρόνια της ηγουμενίας του συνεργάστηκε άψογα με τον ιεροψάλτη Χαράλαμπο Β. Κορλό αλλά και κατά τα τελευταία χρόνια, όταν ο παπα -Χαράλαμπος επέστρεψε στη μονή ως Ιερέας-πνευματικός.
Τα πρώτα χρόνια της ηγουμενίας του Δαβίδ συνέπεσαν με πολύ δύσκολα χρόνια για την Πατρίδα, και ιδιαίτερα για την περιοχή, εξαιτίας της Κατοχής και της έξαρσης του Εμφυλίου πολέμου, και είναι επαίνου άξιος, γιατί κατάφερε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες όλων με τον συμβιβαστικό και ενωτικό του λόγο να κρατήσει τη μονή μακριά από τις διενέξεις.
Ο γέροντας Δαβίδ ήταν σεμνός, ταπεινός, φιλάνθρωπος, ανιδιοτελής, άκακος, εγκρατής, ελεήμων και φιλόξενος μοναχός, χωρίς διάθεση προβολής. Δεν έδινε σημασία στην εξωτερική εμφάνιση, φορούσε παλιά και τριμμένα ράσα. Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για μια οσιακή μορφή στο πρόσωπο και στην ψυχή, έναν άνθρωπο με γνήσιο ασκητικό φρόνημα. Η θεοσέβεια του ήταν κυρίως ανθρωποκεντρική και είχε μια γνήσια θρησκευτικότητα, σαν αυτή που συναντά κανείς στους ήρωες του Παπαδιαμάντη. Πάντα ζούσε με την αγωνία για το Μοναστήρι που έπασχε από λειψανδρία και είχε πολλά κτιριακά προβλήματα. Κατάφερε όμως παρά τις δυσκολίες να το κρατήσει ζωντανό διότι είχε πίστη στον Θεό και την αγάπη των πιστών.
Η κατάσταση του μοναστηριού, εξαιτίας του πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, από οικονομικής απόψεως ήταν πολύ δύσκολη. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα, διότι έλειπαν τα χρήματα και η μονή, όπως είπαμε, έπασχε από λειψανδρία και ο ίδιος είχε αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις πρωτίστως στη βοήθεια των συνανθρώπων. Θυμούνται όλοι τις προσπάθειες που κατέβαλε, με τη συνδρομή και της μητρόπολης, για να αποκαταστήσει τις ζημιές που υπέστη το μοναστήρι από το φοβερό σεισμό του 1954 που είχε ισοπεδώσει τους Σοφάδες και τα γύρω χωριά. Κάτω από δύσκολες συνθήκες με τα μουλάρια κουβαλούσε τα υλικά σε μια εποχή που το μοναστήρι δεν είχε ακόμη ούτε δρόμο ούτε ρεύμα. Ευτύχησε προς τα τέλη της ηγουμενίας του να δει τη μονή να προοδεύει και πάλι.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ:
Βασίλης Χ. Κορλός, Λεοντίτο, ετών 86, Δάσκαλος.
«Δε φεύγει κανείς από το μοναστήρι χωρίς να φάει!»
«Τον μακαριστό Δαβίδ τον γνώριζα πολύ καλά. Τον γνώρισα από πολύ μικρή ηλικία, από τότε που πήγαινα στο δημοτικό σχολείο στο χωριό μου, το Λεοντίτο, γιατί διατηρούσε στενούς δεσμούς με την οικογένειά μου και κάποιες φορές ερχόταν και στο σπίτι μας. Αλλά και κάθε φορά που πηγαίναμε στο μοναστήρι με τον πατέρα μου,που ήταν ιεροψάλτης για κάμποσα χρόνια και κατόπιν ιερέας -πνευματικός, μας υποδέχονταν με μεγάλη χαρά. Δεν ήταν μοναχός των τύπων, αλλά της ουσίας. Αντιμετώπιζε τους ανθρώπους με πραγματικό ενδιαφέρον και πάντα καλοδεχόταν όσους επισκέπτονταν το μοναστήρι. Εκείνα τα χρόνια το μοναστήρι εκτός από τους πολλούς προσκυνητές που συνέρρεαν τους καλοκαιρινούς κυρίως μήνες από κάθε μεριά της Ελλάδας, ήταν πέρασμα για τους συμπατριώτες του της Κάτω Αργιθέας και του Αχελώου που ήθελαν να πάνε στο Μουζάκι. Έβρισκαν εδώ οι πεζοπόροι ένα φιλόξενο κατάλυμα. Ο γέροντας είχε μια βασική αρχή: δε φεύγει κανείς από το μοναστήρι χωρίς να φάει. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών αλλά και των γύρω χωριών ήταν γνώστες της προσφοράς του και είχαν να λένε για τη φιλοξενία του στους προσκυνητές αλλά και τους περαστικούς. Μαγείρευε ο ίδιος, κάποιοι εθελοντές από τα γειτονικά χωριά αλλά και ο πατέρας μου και τα τελευταία χρόνια της ηγουμενίας του η μοναχή Ευμενία που είχε βρει καταφύγιο στο μοναστήρι. Εκείνη την εποχή τα έσοδα της μονής ήταν περιορισμένα. Προέρχονταν κυρίως από ένα κοπάδι πρόβατα, ένα κοπάδι γίδια, τα μελίσσια που διατηρούσε τότε η μονή, τάματα κυρίως πιστών, αλλά και τον μικρό λαχανόκηπο που καλλιεργούσε εκεί όπου αργότερα ο μητροπολίτης Κλεόπας έκτισε τον μεγάλο ξενώνα. Στις μέρες του κατάφερε με τη σώφρονα διαχείριση του και τη φιλόξενη διάθεση να μετατρέψει το μοναστήρι σε ένα ζεστό καταφύγιο και μια ανοικτή αγκαλιά για τους κατοίκους των γύρω περιοχών.
Μας μετέδωσε την αγάπη του για τις ιερές ακολουθίες!
Πολλά γράμματα δεν ήξερε, ήξερε όμως να διαβάζει και να γράφει πολύ καλά. Καλλιέργησε όμως το χάρισμα της φωνής. Γνώριζε πολύ καλά τους ήχους, έψελνε πολύ ωραία, με αρμονία, κατάνυξη και περισσή ευλάβεια. Χαιρόσουν να τον ακούς. Μαζί και με τον πατέρα μου μετέδωσε σε μένα και στα αδέρφια μου, Ηλία και Κώστα, την αγάπη του στις ιερές ακολουθίες και κάναμε κοντά του τα πρώτα ψαλτικά βήματα. Εξακολουθούμε από τότε να ψέλνουμε και οι τρεις στις εκκλησίες του χωριού μας. Αλλά και πολλούς χωριανούς του ιερείς, τον παπα- Μάνθο Οικονόμου, τον παπα- Σίμο Πολύζο, τον παπα- Χρήστο Κουσιωρή, ήταν αυτός που τους ενθάρρυνε και τους βοήθησε να ακολουθήσουν το δρόμο της ιεροσύνης.
Ποτέ του δεν κατέκρινε κανέναν. Κακός λόγος δεν έβγαινε από το στόμα του και δεν μιλούσε περιφρονητικά για κανέναν. Βοήθησε πολλούς ανθρώπους με όποιον τρόπο μπορούσε. Θα αναφέρω ενδεικτικά ένα περιστατικό που διαδραματίστηκε το Φθινόπωρο του 1949 στη μονή Γεωργίου Καραϊσκάκη, όταν είχαν εκτοπιστεί για επτά μήνες (Μάιος-Νοέμβριος 1949) όλοι οι κάτοικοι της Ανατολικής Αργιθέας, λόγω του Εμφυλίου. Ο αδερφός μου ο Ηλίας, μόλις είχε εισαχθεί στο Γυμνάσιο Μουζακίου και όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι δυσκολευόταν να βρει τα χρήματα για να αγοράσει τα βιβλία -ακόμη τότε τα αγόραζαν οι μαθητές τα βιβλία- έβγαλε από την τσέπη του ένα εικοσάδραχμο και του το ΄δωσε. Θείο δώρο! Ακόμη το θυμάται και τον ευγνωμονεί ο αδερφός μου!
Στα χρόνια του Εμφυλίου
Στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου προσπάθησε να κρατήσει τη μονή μακριά από τις διενέξεις. Στενοχωριόταν για τις άδικες θυσίες κάποιων κατοίκων από τις γύρω περιοχές και από τις δυο αντίπαλες παρατάξεις. Τον θυμούνται όμως όλοι να στηλιτεύει τη συμπεριφορά και τη δράση των ένοπλων παρακρατικών ομάδων που δρούσαν στην περιοχή, ιδιαίτερα μετά το φρικτό βασανισμό και την εκτέλεση του φωτισμένου παπα- Απόστολου Βεργίνη και της κόρης του στο Βλάσι το 1947. Ένα ολόκληρο βράδυ στο μοναστήρι πάλευε να μεταπείσει αυτούς τους παρακρατικούς που σχεδίαζαν να κάνουν κακό και στον πατέρα μου μόνο και μόνο επειδή στα χρόνια της Κατοχής είχε ενταχθεί στο Ε.Α.Μ. και τα κατάφερε!
Αλλά αυτό που έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου είναι μια εικόνα που παραπέμπει σε σκηνή από το μυθιστόρημα του Ν.Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»: Τον Μάϊο του 1949 δόθηκε εντολή από τον εθνικό στρατό να εκκενωθούν όλα τα χωριά της Ανατολικής Αργιθέας για να δημιουργηθεί μια ακόμη «νεκρή ζώνη» για να μην μπορούν οι αντάρτες να προμηθεύονται τρόφιμα. Ήταν πρωί στις 6 Μαΐου 1949 όταν ξεκίνησε από το μοναστήρι μια πομπή με επικεφαλής τον ηγούμενο Δαβίδ καβάλα στο μουλάρι της μονής κρατώντας την εικόνα της Παναγίας και πίσω τούς βοσκούς με τα γιδοπρόβατα της μονής και άλλους κατοίκους της περιοχής με προορισμό τη Μονή Γεωργίου Καραϊσκάκη στο Μουζάκι, όπως ήταν η εντολή. Επέστρεψε στο μοναστήρι μετά από 7 μήνες και προσπάθησε από την αρχή να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Αρχίζει σιγά σιγά το μοναστήρι να ανακάμπτει, να ξαναβρίσκει την παλιά του αίγλη και να δέχεται κάθε χρόνο όλο και περισσότερους προσκυνητές όχι μόνο από τις γύρω περιοχές αλλά και από όλη την Ελλάδα. Καραβάνια προσκυνητών, πεζοπορώντας επί πολλές ώρες κατέκλυζαν τους καλοκαιρινούς μήνες το μοναστήρι.»
Γράφει για τον αείμνηστο ηγούμενο, Δαβίδ Καμζέλη, ο θεολόγος Κων/νος Χ. Κορλός στο βιβλίο του «Παναγία η Σπηλιώτισσα», Θεσ/νίκη 1988,σελ.78-79:
«Το 1937 χειροτονείται ηγούμενος της Σπηλιάς ο Δαβίδ Καμζέλης, κατά κόσμον Δημήτριος Καμζέλης, που θα υπηρετήσει το μοναστήρι με αγάπη μέχρι το 1962. Ο Δαβίδ άφησε αγαθή μνήμη. Ήταν ολιγαρκής και πιστός οικονόμος. Το μοναστήρι ήταν πάντα ανοιχτό για τον καθένα, πρόθυμο να φιλοξενήσει, να συμπαρασταθεί. Σε πόσους περαστικούς δεν πρόσφερε τη φιλοξενία!
Στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου σπαραγμού ο Δαβίδ παρέμεινε στη θέση του… Μετά τον Δαβίδ δεν υπάρχει μόνιμος ηγούμενος στη Σπηλιά. Στα χρόνια του Δαβίδ υπηρέτησαν από το Λεοντίτο στο μοναστήρι σαν ιεροψάλτες οι: Λάμπρος Κορλός, Απόστολος Τσιβόλας, κατόπιν εφημέριος Φαναρίου Καρδίτσας και Χαράλαμπος Κορλός, που αργότερα υπηρέτησε επί σειρά ετών και σαν ιερέας εξομολόγος και ο Γεώργιος Θέος.»
Και ο παπα- Γιώργης Δ. Στάθης, αυστηρός αλλά δίκαιος κριτής, στο βιβλίο του «ΑΠΟ Τ΄ ΑΓΡΑΦΑ», Μίτσιγκαν Η.Π.Α. 18 Μαρτίου 1971,σελ. 74) γράφει για τον Δαβίδ:
«Ο εκ Βραγκιανών γέρων Δημήτριος Καμζέλης μετά την χειροθεσίαν του εις μοναχόν, υπό το όνομα Δαβίδ, και την χειροτονίαν του, αναλαμβάνει το 1937 την ηγουμενίαν της Μονής Σπηλιάς. Εις αυτόν σταματά πλέον η αθρόα «μοναχοποίησις» εκείνων, της περιφερείας οι οποίοι είχον το ατύχημα να τελούν εν χηρεία!... Ηρκείτο εις τα ολίγα, εξετέλει τα καθήκοντά του, καθόσον ηδύνατο. Απεδείχθη δε ως εκ τούτου και καλός οικονόμος και πιστός φύλαξ των προς την Μονήν δωρεών, τόσον πιστός μάλιστα, ώστε δεν τον ενδιέφερε αν ο ίδιος έμενε νηστικός ή τα οικήματα της μονής κατέρρεον, αρκεί τα πάντα να παρεδίδοντο εις το ακέραιον, όπου έδει. Αλλά παρ΄ όλας τας πολεμικάς και μεταπολεμικάς θυέλλας, περιπετείας και ανωμαλίας τα οποίας υπέστη η περιφέρειά μας, αυτός παρέμεινε εκεί, παρά το βαθύ του γήρας, εκράτησε την θύραν της Μονής ανοιχτήν και άσβεστον την κανδήλαν της Μεγαλόχαρης. Αν μη δι΄ άλλο τι, δια τούτο και μόνον, τω ανήκει μεγάλος και δίκαιος έπαινος.»
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
Υπηρέτησε το μοναστήρι για 25 χρόνια. Το 1962,σε βαθιά γεράματα, με κλονισμένη πλέον την υγεία του και με την τοποθέτηση νέου ηγουμένου, του Χρυσόστομου Χαρτά, ο οποίος διοικούσε τη μονή από τον Άγιο Γεώργιο Μαυρομματίου, αποσύρθηκε στην Ι. Μ. Μεταμορφώσεως Βραγκιανών. Εκεί κοιμήθηκε την επόμενη χρονιά και ενταφιάστηκε στη βόρεια πλευρά του Αγίου Κων/νου Νεοχωρίων. Όσοι τον γνώρισαν, τον θυμούνται με συγκίνηση ως άγιο άνθρωπο. Δυστυχώς όμως παρόλο που όσο ήταν στη ζωή πρόσφερε τόσα πολλά μετά θάνατον δεν ενδιαφέρθηκε κανείς να στήσει μια προτομή ή έστω μια αναμνηστική πλάκα στο μοναστήρι που διακόνησε επί 25 έτη ή εκεί που βρίσκεται ο τάφος του.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του.
Είμαι σίγουρος ότι ο καλοκάγαθος γέροντας πρεσβεύει
υπέρ υμών από το υπερουράνιο θυσιαστήριο.
…………………………………………………………………………………
Κατάλογος ηγουμένων Ι. Μ. Σπηλιάς μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας(1881)ως το 1962 με κάποια κενά στην αρχή:
Χρύσανθος Β΄ |
1892 |
Φιλάρετος (Ιωάννου), Στεφανιάδα |
1899-1916,1917-18,1919-24 |
Ησαϊας (Σκεπαρνόπουλος), Ναυπακτία |
1916 -1917 |
Λουκάς, Λιβαδειά |
1918-19 |
Κυπριανός (Κων/νος Βακούλας), Λιάσκοβο |
1926-29 |
Σωφρόνιος (Σωτήριος Τρυφέρης), Λεοντίτο |
1929-1931 |
Βησσαρίων (Βασίλειος Καλοζάκης), Βραγκιανά |
1931-33 |
Δωρόθεος (Δημήτριος Αναγνώστου), Βραγκιανά |
1933-37 |
Δαβίδ (Δημήτριος Καμζέλης) Βραγκιανά |
1937-1962 |
Από το 1962 που αποχώρησε ο μοναχός Δαβίδ μέχρι το 2004, παρόλο που είχε ιερείς που πρόσεχαν τη μονή δεν είχε εγκατασταθεί καμία αδελφότητα. Το 2004 εγκαταστάθηκαν ξανά νέοι μοναχοί στο μοναστήρι. Από το 2004 ο ηγούμενος, Πατέρας Νεκτάριος, τη διατηρεί ανοικτή όλο το χρόνο, παρ' όλες τις αντιξοότητες και διεκδικεί να γίνει ο μακροβιότερος ηγούμενος του μοναστηριού!
Ο Ηγούμενος Νεκτάριος ψάλλων τον αγγελικό θεομητορικό ύμνο «΄Αξιον Εστί» μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σπηλιώτισσας (απόσπασμα από την υπέροχη εκπομπή «Ιερά μονοπάτια» της ΕΤ3,2012)
ΥΓ. Ευχαριστώ θερμά τον δισέγγονο του Δαβίδ, Γεώργιο Θ. Καμζέλη και το δάσκαλο Βασίλειο Χ. Κορλό για τις πληροφορίες και το σπάνιο φωτογραφικό υλικό.