Ela na paiksoume

Koumpouriana

18 - 04 - 2024
Καταφύλλι
Σύλλογοι
Είσοδος μελών
Συνδεδεμένοι χρήστες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 141 guests και κανένα μέλος

Παραπομπές
Ενημέρωση - ψυχαγωγία

Ela na paiksoume

Γράφει ο Απόστολος Κων. Καρακώστας

06 H spilia tou Katsantoni Στα περήφανα βουνά των Αγράφων, την Κυριακή 4 Αυγούστου 2019, γιορτάστηκαν όπως κάθε χρόνο «τα Κατσαντώνεια» προς τιμή του διασημότερου προεπαναστατικού κλεφτοαρματωλού της Ρωμιοσύνης Κατσαντώνη.

 Η εκδήλωση στο Σίχνικογια τα 211 χρόνια από την σύλληψη και τον μαρτυρικό θάνατο του «σταυραετού των Αγράφων» Κατσαντώνη,(1775-1808) πραγματοποιήθηκε από τον Δήμο Αγράφων σε συνεργασία με τον σύλλογο απανταχού Μαναστηρακιωτών «η σπηλιά του Κατσαντώνη».

 Μετά την Θεία λειτουργία και την επιμνημόσυνη δέηση χοροστατούντος του ιερέως Παπά-Αποστόλη Τόλη, οι
επίσημοι και εκπρόσωποι από συλλόγους κατέθεσαν δάφνινα στεφάνια και χαιρέτησαν την εκδήλωση.

 Ο δάσκαλος κύριος Κώστας Χαραμής εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο. (περιέχει ιστορική αναδρομή στον βίο του ήρωα Κατσαντώνη και λέξεις, φράσεις και στίχους τραγουδιών και ποιημάτων της εποχής εκείνης, που δεν χρησιμοποιούνται στην εποχή μας, και αξίζει τον κόπο να τον διαβάσουν όσοι δεν παραβρέθηκαν, ακολουθεί αυτούσιος στο τέλος.)

 Και φέτος εθελοντές μέλη των συλλόγων, φορώντας τις παραδοσιακές στολές τους, «έπαιξαν» τους ρόλους των κλεφτών, δίνοντας μια ζωντανή αναπαράσταση των τραγικών γεγονότων, που έλαβαν χώρα σ’ αυτόν τον τόπο και που συγκλόνισαν και λύπησαν αφάνταστα τους σκλαβωμένους προγόνους μας, ενώ παράλληλα τους όπλισαν με θάρρος και αποφασιστικότητα στον αγώνα που σε λίγα χρόνια έφερε την λευτεριά στην Ελλάδα.

 Παραβρέθηκαν ο Δήμαρχος Αγράφων κ. Θεόδωρος Μπαμπαλής, ο νεοεκλεγείς Δήμαρχος κ. Αλέξης Καρδαμπίκης, ο Βουλευτής της Ευρυτανίας κ. Κ. Κοντογεώργος, η Περ. Συμ. κα Κ. Καλαντζή, οι Αντιδήμαρχοι κ.κ. Τσιάμης, Κίτσιος και Τσιαμάκης, ο πρόεδρος του Δ. Σ. κ. Θ. Σταμούλης, δημοτικοί σύμβουλοι, η υποψήφια στις Δημαρχιακές εκλογές κα Χρυσούλα Σουλιώτη, ο πρόεδρος της Τ.Κ. Μοναστηρακίου, πρόεδροι άλλων τοπ. Κοινοτήτων, ο πολιτευτής του Νομού κ. Κ. Λάππας, ο πρόεδρος του Συλλόγου Απανταχού Μαναστηρακιωτών «η σπηλιά του Κατσαντώνη». Εκπρόσωποι των: Πανευρυτανικού Συλλόγου Αιτ/νίας, Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσαναίων, Ομοσπονδίας Ευρυτανικών συλλόγων, Σαρακατσαναίων Ξηρομέρου-Βάλτου-Ευρυτανίας, Σαρακατσαναίων Πιερίας.

 Οι εκατοντάδες επισκεπτών παρακολούθησαν τα δρώμενα και παρακάθησαν στο ευρύχωρο πλάτωμα κάτω από σκιά όπου απόλαυσαν τα δροσερά αναψυκτικά, μπύρες, καφέδες και εκλεκτούς πλούσιους μεζέδες!

 Ο Κατσαντώνης Έμβλημα!

 Σε επικοινωνία του γράφοντος με τον νεοεκλεγέντα Δήμαρχο Αγράφων, ο κ. Αλέξης Καρδαμπίκης δήλωσε ότι ο ήρωας Κατσαντώνης και τα Άγραφα, είναι συνταυτισμένα σύμβολα της ελευθερίας, όχι μόνο των κατοίκων του Δήμου και της Ευρυτανίας, αλλά και όλης της Ελλάδας.

 Εκείνο που απομένει και που θα επιδιώξει όταν αναλάβει τα καθήκοντά του, (ορκωμοσία 24η Αυγούστου), είναι μέσα από νόμιμες διαδικασίες να καθιερωθεί σαν Έμβλημα του Δήμου Αγράφων ο Κατσαντώνης.

 Ακόμη να δώσει νέα πλατύτερη διάσταση στις εκδηλώσεις «Κατσαντώνεια», σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, για δραστηριότητες και συμμετοχή περισσότερων ιστορικών χωριών του Δήμου και διάρκειας αρκετών ημερών.

 Σημείωση γράφοντος:

 (Αυτές τις ημέρες ξεκίνησε για δεύτερη χρονιά κάτι παρόμοιο στον επίσης ιστορικό ορεινό Δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη του νομού Άρτας, όπου μεταξύ 6ης και 12ης Αυγούστου πραγματοποιούνται εκδηλώσεις στα χωριά:

 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΔΙΧΟΜΟΙΡΙ
 7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΑΝΩ ΠΕΤΡΑ
 8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2019 ΚΑΣΤΑΝΙΑ
 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΠΗΓΕΣ
 10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΜΗΛΙΑΝΑ
 11 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΚΟΥΛΗΚΑΡΙΑ
 12 Τελετή λήξης σε συνεργασία με την Αδελφότητα Σκουληκαριτών «Γεώργιος Καραϊσκάκης» και προβολή σχετικού Ντοκιμαντέρ).

Απόστολος Κων. Καρακώστας

 Ακολουθεί ο λόγος του δάσκαλου Κώστα Χαραμή:

 ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ - ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΑΙΟΙ.

 Τα ξεφτέρια των Αγράφων (Ρήγας).

 Ο Μακρυγιάννης τους ονόμασε «μαγιά της λευτεριάς» κι ο Ρήγας, στο Θούριο, καπλάνια, σταυραϊτούς και ξεφτέρια των Αγράφων. Είναι οι κλέφτες και οι αρματολοί που αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο της εθνικής μας ιστορίας. Η διάκριση και η δραστηριότητα αρματολού και κλέφτη ασαφής και εναλλασσόμενη. Ο αρματολός, είχε μια ιδιότυπη εξουσία και αναγνώριση από το δοβλέτι. Ο δεύτερος, ο κλέφτης, ασυμβίβαστος κι ανυπότακτος, ήταν πάντα κυνηγημένος απ΄ όλους.

 Οι Τούρκοι από πολύ νωρίς, αφού είδαν ότι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με τις δικές τους δυνάμεις τους αγανακτισμένους ραγιάδες που άρπαζαν ένα παλιοτούφεκο κι έβγαιναν στο κλαρί, κατέφευγαν στα βουνά, στη ληστεία και την αρπαγή, δίνουν την εξουσία και τη νομιμότητα, μαζί με πολλά προνόμια, σε μερικούς απ΄ αυτούς να καταδιώκουν τους υπόλοιπους. Έτσι ξεκινά ο αρματολισμός με πρώτο αρματολίκι στο ελλαδικό χώρο αυτό των Αγράφων γιατί, απ΄ ότι φαίνεται, τούτα τα μέρη στάθηκαν από την αρχή ανυπόταχτα στον κατακτητή.

 Ο Πασάς που έδινε το αρματολίκι ζητούσε από τον καπετάνιο υπακοή που δεν ήταν πάντα σίγουρη και τις περισσότερες φορές πρόσκαιρη. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Κατσαντώνη, ο Αλήπασας διορίζει αρματολό των Αγράφων τον αδερφό του, το Λεπενιώτη, απ΄τον οποίο και ζήτησε να πάει στα Γιάννενα να τον προσκυνήσει. Ο Λεπενιώτης δεν πήγε, του έστειλε όμως ένα δώρο. Περίχαρις ο Αλή Πασάς που ελάμβανε έστω και δώρο, αντί προσκυνήσεως από το Λεπενιώτη και θεωρώντας το ως δείγμα υποταγής όλου του Αγραφιώτικου χώρου, κάλεσε τους αξιωματούχους του σεραγιού να τους αναγγείλει το ευχάριστο και να ανοίξουν το δώρο που ήταν ένας σφραγισμένος τενεκές. Τι περιείχε; Ανθρωπίνην κόπρον!!!

 Έτσι που να του θυμίσει αυτό που ΄λεγε ο Κατσαντώνης για να γκαρδιώνει τους ραγιάδες:

 - Τι φοβόσαστε ωρέ; Ο Κατσαντώνης και τα παλληκάρια του χέζουν τα γένια του Αλή!

 Κι αυτό στέκεται η μεγαλύτερη βρισιά για ένα Τούρκο.

 Ο κλέφτικος τώρα νταϊφάς, είχε τη μορφή μιας άτακτης στρατιωτικής μονάδας με αρχηγό τον καπετάνιο που έπρεπε να διακρίνεται και για την παλληκαριά του αλλά και τη σύνεση:

 ….Ομπρός τρέχει στον πόλεμο, στο φεύγα μένει οπίσω

Αμέσως μετά το πρωτοπαλίκαρο και στη συνέχεια οι παλιοί και οι νεώτεροι κλέφτες. Το σκληρό πυρήνα του σώματος αποτελούσαν οι στενοί συγγενείς του καπετάνιου.

 Σαράντα κλέφτες είμαστε όλοι αδερφοξαδέρφια……

 Τον ήρωά μας - τον Κατσαντώνη - τον πιάσανε κι είχε μαρτυρικό τέλος μαζί με τον αδερφό του τον Χασιώτη. Και σαν η δόξα τους πήρε στα φτερά της στα μεσούρανα, άφησαν πίσω τους καπετάνιο, στο νταϊφά π΄ ορφάνεψε, τον άλλο τους αδερφό, τον Λεπενιώτη.

 Στους μεγάλους νταϊφάδες υπήρχαν και οι ψυχογιοί που έκαναν όλες τις βοηθητικές δουλειές και κουβαλούσαν, σαν το καλούσε η ανάγκη και τα παλληκάρια έπρεπε να κινηθούν ταχύτατα «στογελέκι», τις κάπες και τα συγύρια των κλεφτών. Ακόμα στις μέρες μας λέμε για κάποιον που δεν είναι άξιος και για πολλά πράματα: «είναι γιατ΄ ασκί».

 Όπως και στα αρματολικά σώματα, έτσι και στους μεγάλους κλέφτικους νταϊφάδες ένα από τα διαλεκτά παλληκάρια, ο μπαϊρακτάρης, ύψωνε το μπαϊράκι (σημαία) που πάνω του, εκτός από άλλες παραστάσεις, υπήρχε ο Σταυρός.

 Ποιο ήταν το παρουσιαστικό τους; Πώς ήταν η θωριά τους; Ξερακιανοί και ηλιοκαμένοι με μακριά μαλλιά και ανεμίζουσα χαίτη που, μαζί με τα μεγάλα μουστάκια τους, τα θεωρούσαν σύμβολα ανδρισμού και τα φρόντιζαν πάντοτε με ιδιαίτερη επιμέλεια.

 Λέει το τραγούδι: «…και βάλαν και ξουρίζουνταν και στρίβαν τα μουστάκια» Κι όταν το καραούλι σφυρίζει ότι φάνηκε να ΄ρχεται τούρκικος στρατός ο καπετάνιος - εν όψει της μάχης που θα ακολουθήσει - λέει τούτο το εκπληκτικό: «Παιδιά μου πάρτε τ΄άρματα χτενίστε τους τσαμπάδες»… Λόγια και συνήθειες που άφησαν κατάπληκτους και άφωνους τους βαρβάρους του Ξέρξη δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, στις Θερμοπύλες, σαν είδαν τους Σπαρτιάτες να λούζονται και να χτενίζονται πριν τη μάχη λες και πήγαιναν σε πανηγύρι.

 Η φορεσιά τους μάλλον απλή. Πουκάμισο φαρδυμάνικο, γελέκι, φουστανέλα με πολλές μάνες και λαγγιόλια. Εσώρουχο και μακριές μάλλινες κάλτσες υφαντές, που τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού προτιμούσαν να μην τα φορούν γιατί συγκαίονταν. Απαραίτητη η κάπα ή το κοντοκάπι. Πολλοί είχαν το κεφάλι ακάλυπτο, άλλοι φορούσαν έναν απλό σκούφο ή φέσι.

 Στη μέση φάνταζε ζωσμένο το σελιάχι, πραγματικό οπλοστάσιο. Εδώ κρέμονταν το γιαταγάνι και καμάρωναν ασημοστολισμένες οι μπιστόλες και τα μαχαίρια. Στο σελιάχι είχαν τα πυρομαχικά, τον πριόβολο, την ίσκα αλλά και κουπιδοβέλονα για να μπαλολογάνε τα τσαρούχια τους. Κι η αρματωσιά συμπληρώνονταν από το καριοφίλι. Η πάλα και το γιαταγάνι ήταν όπλα που δούλευαν στο γιουρούσι. Με την γκαρδιωτική ιαχή «hα, hα πάρτι τ΄ς!», κάτι σαν το «αέρα!» του 40, εφορμούσαν κι έσπερναν το θάνατο και τον όλεθρο στην Τουρκιά.

 «Όλοι αυτοί οι αρματολοί ή κλέφτες φορούσαν την ίδια πανοπλία από χρυσάφι κι ασήμι, δέχονταν δε με μεγάλη καλοσύνη όποιον τους πλησίαζε και τους ακολουθούσε. Κι αν μεν, στην πρώτη μάχη που θα ΄καναν, δειχνόταν ίδιος μ αυτούς στην παλληκαριά, τον όπλιζαν με όμοια με τα δικά τους όπλα, που αγόραζαν με χρήματα συγκεντρωμένα μεταξύ τους, με προσωπική φροντίδα του Κατσαντώνη, αλλιώς, αν έδειχνε δειλία και φόβο, τον ανάγκαζαν να φύγει, θέλοντας και μη, με αβάσταχτες ειρωνείες κι ανελέητες αποδοκιμασίες», γράφει ο Φραγγίστας στη βιογραφία του ήρωα.

 Άγριος ο πόλεμος σκληροί κι πολεμιστάδες, που πρεπε να ΄ναι ο αθέρας της αντρειάς και της παλληκαροσύνης. «Ο χειρότερος απ΄ τους συντρόφους μου είναι καλύτερος από μένα» συνήθιζε να λέει με μετριοφροσύνη - σαν που ταιριάζει στους αληθινά λιονταρόψυχους άντρες και γεννημένους ηγέτες - ο Κατσαντώνης.

 Ο Καραϊσκάκης έσερνε μαζί με τα άλλα συγύρια του νταϊφά του κι ένα γυναίκειο παλιόβρακο, γνωστό σ΄ όλο τα ασκέρι με τ΄ όνομα «βρακί της Κατερίνας» που - δια τον έσχατον εξευτελισμόν - το φόραγε στους κιοτήδες.

 Η μάχη κατά παράταξη τους είναι ολότελα ξένη και πολεμούν άτακτα, προφυλαγμένοι από πέτρες και φυσικά εμπόδια αν υπήρχαν, αλλιώς φτιάχνανε τα περίφημα ταμπούρια. Σε αντίθεση με τους Τούρκους διακρίνονται στο νυχτερινό αγώνα και μπορούν με καταπληκτική ευστοχία να ανταποδώσουν σε πυροβολισμό εναντίον τους στο σκοτάδι. Φωτιά στη φωτιά!!. Να σβήσουν κερί αναμμένο με το βόλι πυροβολώντας από μακριά ή να το περάσουν μέσα από δαχτυλίδι.

 Γράφει ο Φωτιάδης για τον εντελώς αγράμματο Καραϊσκάκη, τη μεγαλύτερη όμως στρατιωτική ιδιοφυΐα της νεώτερης ιστορίας μας: «Αυτές στάθηκαν οι σπουδές του Καραϊσκάκη: Το δημοτικό το πέρασε κυνηγημένο μπασταρδάκι στο Μαυρομάτι που τον γέννησε η καλόγρια. Το γυμνάσιο το ΄βγαλε στα Γιάννενα του Αλήπασα. Και τον πόλεμο τον έμαθε στην στρατιωτικήν ακαδημία του Κατσαντώνη, που την τέλειωσε με άριστα, πρωτοπαλλήκαρό του».

 Τι πίστευαν οι κλέφτες για το θάνατο;

 Προτιμούσαν το θάνατο στη μάχη, παρά αυτόν που θα ΄ρχοταν από τα γερατειά και για ένα πράγμα παρακαλούσαν τους συντρόφους τους: Να μην αφήσουν το κεφάλι τους στα χέρια των του εχθρού:

 «Όσο είναι ο κλέφτης ζωντανός Τούρκο δεν προσκυνάει
 κι αν πέσει, το κεφάλι του δε μπαίνει σε ταγάρι.
 Το παίρνουνε οι σταυραετοί να θρέψουν τα παιδιά τους,
 να κάμουν πήχυ το φτερό και σπιθαμή το νύχι…»

 Η παράδοση αναφέρει, γράφει ο Πάνος Βασιλείου, ότι ο Κατσαντώνης σαν είδε το πλήθος της Τουρκιάς που τους περικύκλωσε στη σπηλιά κι αδυνατώντας μες στην ανημπόρια του να περπατήσει, παρακάλεσε τον αδερφό του και τους πέντε συντρόφους να του πάρουν το κεφάλι και να διαφύγουν, κάτι που όμως ο Χασιώτης δεν το ΄καμε και τον κουβαλούσε στην πλάτη του μέχρι που πέσανε στα χέρια των Τουρκαλάδων:

 …………..…η ευλογιά τον έψησεν η θέρμη τον ανάφτει
 - Ξύπν΄, αδερφέ μου, ξύπνησε στον ώμο να σε πάρω,
 πλακώσανε οι Λιάπηδες και θα μας πιάσουν σκλάβους.
 - Τρεχ΄ αδερφέ μου, γλύτωσε, μη με ψυχοπονιέσαι.
 Κι αν μ΄ αγαπάς και πιθυμάς να πάω φχαριστημένος,
 κόψε μου το κεφάλι μου, μη μου το παρ΄ ο Αράπης
 και φέρ΄το πάνω στ΄ Άγραφα και διάλεξε ένα βράχο
 και δώσ΄ του να το φορεί, κορφή του να το κάμει…

 Το 1807 στην περίφημη σύσκεψη της Λευκάδας και πάνω στο κλέφτικο γλέντι που κάνανε, ο Κατσαντώνης δίνει ένα κομμάτι σπληνάντερο, που ο ίδιος «μετ΄ απαραμίλλου δεξιότητος» είχε ετοιμάσει, στον ελληνικής καταγωγής Ρώσο στρατηγό Παπαδόπουλο λέγοντάς του:

 - Πάρε το, στρατηγέ, όποιος τρώει από δαύτο ποτέ δεν πεθαίνει…
 - Και γιατί δεν πεθαίνει; Ρωτά χαμογελώντας ο Παπαδόπουλος.
 - Γιατί, του αποκρίνεται ο Αγραφιώτης ήρωας, δεν πεθαίνει γέρος στο κρεβάτι από φυσικό θάνατο, αλλά σκοτώνεται στη μάχη πολεμώντας τους Τούρκους. Και μεις αυτούς, δεν τους λογαριάζουμε για πεθαμένους…
 Ο πόλεμος και ο αγώνας για λευτεριά συνεχίζεται και μετά το θάνατο. Ο γέρο Δήμος Μπουκουβάλας ζητά απ΄ τα παλληκάρια του να τον βάλουν σε μνημούρι ευρύχωρο:
 - Να στέκω ορθός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω.
 - Να΄ναι πλατύ για τα΄άρματα μακρύ για το κοντάρι.

 Σπάνια έμεναν για πολύ στο ίδιο μέρος. Μετακινούνταν, συνήθως τη νύχτα, με μεγάλες προφυλάξεις και ιδιαίτερη προσοχή. Περπατούσαν ένας - ένας και σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους, για να μην πέσουν όλοι μαζί σε εχθρική ενέδρα. Όριζαν ένα σύνθημα, συνήθως κρώξιμο νυχτοπουλιού, που το έδινε ο προπορευόμενος και το επαναλάμβαναν οι επόμενοι ο ένας μετά τον άλλο.

 «Ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι, κίνησε ο νταϊφάς του Κατσαντώνη από το λημέρι στο Λυκοδόντι κι έπρεπε να τους πάρει η μέρα ψηλά στο Βάλτο. Το σύνθημά τους ήταν το κρώξιμο του μπούφου και ο Κατσαντώνης που πήγαινε μπροστά, γιατί είχε τέτοια περπατησιά που κανένας δεν τον έφτανε, κάθε τόσο φώναζε το σύνθημα: «μπου»! και άλλοι που ακολουθούσαν το επαναλάμβαναν. Εκείνο το βράδυ ο καπετάνιος ήταν τόσο γρήγορος που τα παλληκάρια του έτρεχαν σχεδόν να τον προλάβουν. Κι ένας γερο-κλέφτης που δεν τον βάραιναν μόνο τ΄ άρματά του, η κάπα του και τα συγύρια του αλλά και τα χρόνια, απάντησε στο «μπου»! του Κατσαντώνη:

 «Μπουξ κι ξιρό σ΄ κιαρατά, μας ξιπουδάργιασις απόψι».

 Η φιλοσοφία των αγωνιστών της εποχής εκείνης εκφράζεται με ένα τετράστιχο που είχε χαράξει στη λάμα του σπαθιού του ο Γιάννης Κοντογιάννης:

Όποιος τυράννους δεν ψηφεί, κι ελεύθερος στον κόσμο ζει, δόξα, τιμή, ζωή του, ειν΄ μόνο το σπαθί του.

 Αυτοί στάθηκαν οι κλεφταρματολοί κι οι Κατσαντωναίοι που τους χρωστάμε τη λευτεριά μας, μετά από τόσους αιώνες σκλαβιάς. Χύσανε ποτάμι το αίμα να ποτίσουν το δέντρο της, να ριζώσει και να θεριέψει, έτσι, που να μπορούμε εμείς σήμερα να καθόμαστε στον ίσκιο του. Σαν εκείνον το πλάτανο του μαρτυρίου των ηρώων μας στα Γιάννενα:

 ………………………..που από μικρό κλωνάρι
 εχόντρυνε κι επλάτυνε βυζαίνοντας το αίμα
 κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια,
 τόσο χοντρά κι ατάραγα και τόσο φουντωμένα,
 που τα ΄βλεπε ο Αλήπασας τη νύχτα στ΄ όνειρό του
 κι εφώναζε κι ελάμπαζε μην ελθ΄ εκείνη η μέρα
 που τα κλαριά του πλάτανου, την Πόλη θα πλακώσουν.

 Πολέμησαν κι ανάστησαν πατρίδα απ΄ το τίποτα. Άοπλοι σχεδόν, νηστικοί, ξυπόλητοι, ψειριασμένοι, με τις βουτηγμένες στο αίμα και στον ίδρωτα φουστανέλες να κρέμονται ξεσκλίδια, είχαν σκεπή τον ουρανό, στρώμα το χώμα, προσκέφαλο την πέτρα, σύντροφο το χάρο και σάβανο τη δόξα.

Ας είναι αγιασμένα τα κόκκαλά τους!

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΑΜΗΣ

Φωτογραφίες: Γιώργου Γραβάνη & Σοφίας Χαραμή

 https://www.agrinionews.gr/

Ο καιρός στο Καταφύλλι
Εφημερίδα
Σελίδες μελών
Τυχαία εικόνα
02E_A_K_02.jpg
Πρωτοσέλιδα
Δήμος Αργιθέας
Τελευταία άρθρα