Επιμέλεια: Απόστολος Κ. Καρακώστας
Ο Ιούνιος δείχνει 14 και είμαι στο κεντρικό Χαλάνδρι, μπροστά στο ναό του Αγίου Νικολάου· παρότι δεν είμαι ιδιαίτερα θρήσκος λέω ν’ ανάψω ένα κεράκι «για να πάμε καλά απόψε». Λίγα μόλις μέτρα από την είσοδο του ναού βλέπω κάποιον να με κοιτάζει σχεδόν αδιάκριτα και μάλλον επίμονα... Εκ πρώτης όψεως δεν μου έλεγε κάτι η φυσιογνωμία του, αλλά μόλις άρθρωσε τις πρώτες λέξεις τον θυμήθηκα...
- Εγώ σε γνώρισα αμέσως μόλις σε είδα, αν και έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια· με θυμάσαι; Είμαι ο Τσαμοκώστας!
Και βέβαια τον αναγνώρισα, κυρίως από την ιδιόρρυθμη Αγρινιώτικη προφορά του.
- Τι γίνεσαι ρε παιδί, χρόνια και ζαμάνια, έμαθα έγινες δάσκαλος... Πού είσαι, πού βρίσκεσαι, τι κάνεις;
Μετά την εγκάρδια χειραψία και τις πρώτες αναγνωριστικές κουβέντες, συμφωνήσαμε να πάμε σπίτι μου - έμενα εκεί κοντά, Ολυμπιονικών 4 - για «να τα πούμε», αλλά και να δούμε τον μεγάλο τελικό Ελλάδα - Ρωσία στο μπάσκετ, που θα άρχιζε σε δύο περίπου ώρες.
- Κωστάκη, επίτρεψέ μου ένα λεπτό ν’ ανάψω το κεράκι μου στο ναό κι έρχομαι.
- Α, κι εγώ θέλω ν’ ανάψω ένα κεράκι, είπε ο φίλος μου και μ’ ακολούθησε μέσα στο ναό.
Στο σπίτι με περίμενε η σύζυγός μου Μαίρη Ανδρέου και η κόρη μου Στέλλα - λίγο πριν συμπληρώσει τέσσερις μήνες ζωής, αφού γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1987 -, που μόλις με είδε άπλωσε τα χεράκια της. Ήθελε αγκαλίτσα, φυσικά και την είχα καλομαθημένη απ’ τα γεννοφάσκια της.
Ευγενική και πρόθυμη η Μαίρη προσφέρθηκε να μας κεράσει παγωτό. Είπαμε «ναι» και σε λίγα λεπτά της ώρας είχαμε μπροστά μας μέσα σε μπολ δυο παγωτά παρφέ, έτοιμα προς βρώσιν.
- Σου θυμίζουν κάτι τα παγωτά; με ρώτησε ο παιδικός μου φίλος.
- Τώρα που το λες... θυμάμαι στο Αγρίνιο, τότε που δίναμε εξετάσεις για να πετύχουμε στο Γυμνάσιο. Τι ιστοριούλα και κείνη...
Η γυναίκα μου, η Μαίρη, έδειξε ενδιαφέρον και ζήτησε να μάθει· απόρησε μάλιστα πως τόσα χρόνια μαζί δεν της την είχα διηγηθεί.
- Πόσα χρόνια γνωριζόσαστε; Ρώτησε ο φίλος μου.
- Πολλά, πάρα πολλά· από το Σάββατο 17 Νοέμβρη 1973, λίγο πριν το μεσημέρι, είπε η Μαίρη και πρόσθεσε: Μόλις είχα πιάσει δουλειά στην «ΕΞΠΡΕΣ», ήμουν φοιτήτρια και άκουσα να λένε πως ο Κωστής Φιλικός -ο κύριος από δω- μαζί με τον Νίκο Λορέντζο μόλις είχαν γυρίσει απ’ το Πολυτεχνείο, όπου είχαν σηκώσει ένα παιδί δεκαέξι χρονών με διαμπερές τραύμα· τον Κωστή τον είδα τότε γεμάτο αίματα. Ήταν η πρώτη φορά... Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια και εμείς περάσαμε πολλά... μέχρι που παντρευτήκαμε πρόπερσι. Αλλά αυτά είναι άλλη ιστορία... Να μου πείτε για το παγωτό στο Αγρίνιο.
- Να τα πει απ’ την αρχή ο Κωστής, είπε ο φίλος μου ο Κώστας Τσαμοκώστας και πρόσθεσε: Άντε, μετά να δούμε και το ματς, απολαμβάνοντας το υπέροχο πλούσιο παγωτό σας...
- Λοιπόν, όντως θα πάρω τα πράγματα απ’ την αρχή, είπα και ξεκίνησα τη σύντομη ιστοριούλα με το παγωτό ξυλάκι...
Τριάντα χρόνια πριν, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950, για να φοιτήσουμε στην Α΄ τάξη Γυμνασίου έπρεπε να δώσουμε εξετάσεις, προφορικά και γραπτά. Απ’ το χωριό μου, τη Σπολάιτα, το Αγρίνιο, όπου δίναμε τις εξετάσεις, απέχει έντεκα χλμ. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα πάει στην πόλη. Άκουγα πολλά γι’ αυτήν: Ότι έχει πολύ κόσμο, έχει καταστήματα, που πουλάνε παπούτσια και ρούχα, κυρίως ότι έχει πολλά παγωτά!
Μια φορά στη Σπολάιτα είχε έρθει ένας παγωτατζής με το άσπρο τρίκυκλό του μετά την κυριακάτικη Θεία λειτουργία. Μόνο δύο από τους συμμαθητές μου είχαν τις δυο δραχμές και πήραν το παγωτό ξυλάκι, σοκολάτα απέξω και μέσα άσπρη κρέμα. Για τους περισσότερους αυτό το παγωτό παρέμεινε «όνειρο άπιαστο»!
Κάποια άλλη Κυριακή ξαναήρθε ο παγωτατζής με το τρίκυκλό του κι ένας νεαρούλης τεσσάρων ή πέντε ετών τράβαγε τη μάνα του απ’ το χέρι και ήθελε να την πάει να του πάρει παγωτό. Ιδιαίτερα απαιτητικός ο «τυπάκος» φώναζε και ξαναφώναζε: «Σέλου πουγουτό, σ’ λέου, σέλου πουγουτό»!
- Τι λες μουρέ σκασμένου, έχουμι λεφτά για παγουτά, πού να τα βρούμι;
Έλα όμως που ο μικρός επέμενε και φυσικά ο «επιμένων νικά». Ασχέτως, αν τελικά η νίκη του μπόμπιρα αποδείχτηκε Πύρρειος!
Επιτέλους βγάζει η μαμά μία δραχμή και του παίρνει παγωτό κρέμα. Μόλις βλέπει ο «δικός μας» να μην έχει περιτύλιγμα σοκολάτας, θυμώνει - αγριεύει, δίνει μια στο παγωτό και το πετάει κάτω, πατώντας το με μανία!!!
- Σέλου πουγουτό μι τσουκουλάτα, φώναξε με απαίτηση δέκα καρδιναλίων.
Φυσικά εμένα μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω μ’ αυτό που έβλεπα: «Ρε θράσος που το ’χει ο πιτσιρίκος, αντί να πει κι ευχαριστώ... το πέταξε το παγωτό». Βεβαίως η μάνα του τον ξυλοφόρτωσε το «νεαρό κύριο» και τον πήρε τραβώντας τον βίαια μακριά από τον παγωτατζή.
Πρέπει να ήταν αρχές Ιουνίου που συνέβη το περιστατικό· εγώ θυμάμαι καλά, είχα στην τσέπη μου συγκεντρωμένες δύο ολόκληρες δραχμές απ’ τα κάλαντα του Πάσχα και πολύ ήθελα - λαχταρούσα να πάρω ένα παγωτό, αλλά δεν ήθελα να με βλέπουν ορισμένοι... Μπορεί να ξανάκουγα κάτι που με είχε πικράνει. «Δεν κοιτάει τη φτώχεια του θέλει να πάει και στο Γυμνάσιο» είχε πει χαιρέκακα μια χωριανιά μου.
Τέλος πάντων, ο πατέρας μου και η μάνα μου μού είχαν υποσχεθεί πως θα με πήγαιναν στο Αγρίνιο να δώσω εξετάσεις για το Γυμνάσιο. «Εκεί θα σε δω πόσα απίδια πιάνει ο σάκος σου» μου είχε πει ο πατέρας μου. Εγώ είχα και έναν λόγο παραπάνω να πάω στο Αγρίνιο· θα έβρισκα έναν κάποιο τρόπο να αγοράσω ένα παγωτό ξυλάκι με σοκολάτα.
Τέλος πάντων, αφού ξεσχολήσαμε στις 24 του θεριστή, ανήμερα τ’ Αη Γιαννιού -τι μέρα και κείνη- ήρθε η ώρα, λίγες μέρες αργότερα, να πάμε στο Αγρίνιο να δώσω εξετάσεις.
Εν τω μεταξύ μετακομίσαμε για το καλοκαίρι απ’ το χωριό -Σπολάιτα- στα Αλώνια, τρία περίπου χιλιόμετρα προς το Αγρίνιο και νοτιοδυτικά· δίπλα στον Αχελώο. Εκεί ο πατέρας μου έβαλε καπνά μισακά με τον Λ. Χαραλαμπάκη, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης οκτώ περίπου στρεμμάτων καπνοχώραφου. Εκεί μετακόμιζαν μόνο για τους θερινούς μήνες και αρκετές άλλες οικογένειες από τη Σπολάιτα, που έβαζαν καπνά, όπως: Γιωτόπουλου, Τσιρώνη, Μπαλωτή, Σκαμάνη, Γιαννακόπουλου, Χαραλαμπάκη, Κατσιμπίρη, Φασούλα -σχεδόν το μισό χωριό.
Στις αρχές Αλωνάρη ένα ωραίο πρωινό με παίρνει η μάνα μου και με τα πόδια δρόμο για το Αγρίνιο· να δώσω τις περίφημες εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Τότε να είναι κανείς γυμνασιόπαιδο ήταν «μεγάλη υπόθεση». Άσε που φορούσε και πηλήκιο, το οποίο προσέδιδε μια «ξεχωριστή αίγλη» στον φέροντα.
- Θα πιράσουμι κι απ’ τα Ρ’σέικα, να φουνάξουμι κι το(υ)ν Τσάμ’. Να πάμι παρέα, θα δώκ(ει) κι αυτουνού του πιδί ιξιτάσεις. Εχ’ συνεννοηθεί ου πατέρας σου...
Έτσι κι έγινε.
Περάσαμε από τα Ρουσέικα -ήταν συνοικισμός της Κοινότητας Σπολάιτας-, φωνάξαμε πατέρα και γιο και παρέα οι τέσσερίς μας, ύστερα από σχεδόν δύο ώρες ποδαροδρομία σε ανηφόρες - κατηφόρες φτάσαμε στο Αγρίνιο· στα Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια. Για πρώτη φορά βρισκόμουν στην πόλη, για την οποία πολλά είχα ακούσει και ήμουν ήδη εντεκάμιση ετών.
Ακριβώς δίπλα ήταν το περίπτερο του κυρ-Κώστα, ο οποίος φορούσε κάτι περίεργα μυωπικά γυαλιά κι απ’ έξω είχε ένα μεγάλο άσπρο κιβώτιο με παγωτά παντός είδους. «Από δω - σκέφτηκα - κάποια στιγμή που θα βρω ευκαιρία θ’ αγοράσω το παγωτό μου».
Την πρώτη μέρα δίναμε μόνο προφορικά: Ιστορία, Γεωγραφία, Θρησκευτικά, ακόμα και Μαθηματικά... Ακόμα και τώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε, θυμάμαι την πονηρή ερώτηση του μαθηματικού Ν. Κοτζαμάνη.
- Τι Μαθηματικά κάνατε στο σχολείο σου;
- Κάναμε κλάσματα, δεκαδικούς, απλή μέθοδο των τριών και άλλα… Ο φόβος μου ήταν μήπως και με ρωτήσει κάτι δύσκολο από «σύνθετη μέθοδο», γι’ αυτό επανέλαβα: ναι, απλή μέθοδο των τριών...
Ο παμπόνηρος μαθηματικός «τόπιασε» το υπονοούμενο και μου είπε:
- Ωραία, λοιπόν, αφού θέλεις απλή μέθοδο των τριών θα την έχεις. Άκου το πρόβλημα και δώσε λύση: Όταν ένα μωρό είναι ενός έτους έχει ύψος ένα μέτρο, όταν γίνει είκοσι ετών πόσα μέτρα ύψος θα φτάσει;
Εγώ ανύποπτος απ’ την παγίδα, καταχάρηκα που είχα να λύσω ένα «πανεύκολο» πρόβλημα απλής μεθόδου των τριών και στον πίνακα έκανα αμέσως την κατάστρωση:
1 έτος 1 μέτρο
20 έτη x;
Και προχώρησα: «Το x ισούται με τον υπεράνω αυτού αριθμόν επί το κλάσμα ανεστραμμένον».
20
x = —— = 20!!!
1
Αμέσως έπιασα την παγίδα και «αντέδρασα»:
- Κύριε, η λύση του προβλήματος είναι σωστή στον πίνακα, αλλά στη ζωή δεν υπάρχει περίπτωση...
Ο Κοτζαμάνης έσκασε στα γέλια.
- Καλά, καλά, πιστεύω ότι μαζί θα τα πάμε καλά, είπε.
Βγήκα έξω και πάνω που ήμουν έτοιμος να πάρω το παγωτό από το περίπτερο του κυρ Κώστα, να ’σου η μάνα μου, ο Κώστας από δω και ο πατέρας του... Έτσι, για μια ακόμα φορά ανέβαλα την αγορά του πολυπόθητου παγωτού. Δεν γινόταν να τρώω εγώ και οι άλλοι να βλέπουν...
Τέλος πάντων, το απογευματάκι επιστρέψαμε Ρουσέικα - Αλώνια. Το ίδιο βράδυ η μάνα μου ήταν σαφής:
- Αύριου θα ξικ(ι)νίσεις πουδαράτα και θα πας μοναχούλης ως τα Ρ’σέικα κι απού κει μιτ’ άλλου του πιδί θα πάτι παρέα ως τ’ Αγρίνιου...
Ακριβώς έτσι κι έγινε.
Πρωί-πρωί μόνος μου, έχοντας ανά χείρας μια καρό πετσέτα με την οποία η μάνα μου είχε τυλίξει λίγο ψωμί, δύο αυγά και τυρί -ήταν το μεσημεριανό μου- ξεκίνησα το δεύτερο της ζωής μου ταξίδι για το Αγρίνιο!
- Πριν πας για Αγρίνιο... να σας φέρω κι άλλο παγωτό... Τι σιροπάκι να βάλω; με διέκοψε η Μαίρη.
Ο Κώστας παρενέβη και είπε πως δεν ήθελε άλλο και ότι ναι μεν έχουμε μπει σε περιόδους ευμάρειας, αλλά «καλόν εστί και το έστω ολίγον κράτει». Διότι -συνέχισε με πομπώδες ύφος- καλές είναι οι καταχρήσεις και εν γένει οι γήινες απολαύσεις, τουτέστιν, ήγουν, δηλαδή, με άλλους λόγους, ήτοι, παγωτά και τερψιλαρύγγια, αλλά ο υπερκαταναλωτισμός και οι κραιπάλες αφενός βλάπτουν σοβαρά την υγείαν, αλλά κυρίως το μέλλον αυτής της χώρας.
- Αφού ο Κώστας τελείωσε το λογίδριό του φέρε μου εμένα τώρα ένα διπλό παρφέ κρέμα και σοκολάτα... έτσι, για να πάρω εκδίκηση μετά από τριάντα χρόνια είπα και φυσικά συνέχισα τη διήγησή μου…
Λοιπόν, την άλλη μέρα ξεκίνησα μόνος μου -η μάνα μου κι ο πατέρας μου άρχισαν να μαζεύουν πατόφυλλο- απ’ τα Αλώνια της Σπολάιτας για το Αγρίνιο. Πέρασα από τα Ρουσέικα, φώναξα τον κύριο από δω και οι δυο μας συνεχίσαμε και για άλλα εφτά περίπου χιλιόμετρα ως το Γυμνάσιο Αρρένων Αγρινίου. Εν τω μεταξύ αρκετές φορές έκανα έλεγχο στην τσέπη του κοντού παντελονιού μου για τις δυο δραχμές - ήταν πάντα εκεί...
Πριν από το μεσημέρι γράψαμε έκθεση με θέμα: «Αι τελευταίαι εντυπώσεις από το Δημοτικόν Σχολείον»! Δύσκολο πράγματι θέμα· θυμάμαι γέμισα και τη δεύτερη σελίδα της τετρασέλιδης κόλλας κι έγραψα μερικές ακόμα αράδες από την τρίτη σελίδα. «Ουκ εν τω πολλώ το ευ» μας είχε πει ο δάσκαλός μας.
Κατεβαίνοντας από την εσωτερική σκάλα του Α΄ ορόφου προς το ισόγειο κι ενώ το μυαλό μου ήταν στο παγωτό, που επιτέλους θα αγόραζα, μόλις θα έβγαινα έξω, με σταματά ο αείμνηστος γυμνασιάρχης Πανταζής· παίρνει στα χέρια του την καρό πετσέτα με το ψωμί, τα δύο αυγά και το τυρί και λέει στον επίσης αείμνηστο φιλόλογο Βασίλη Σαλάκο: «Κοίτα ποια παιδιά θα μάθουν γράμματα»!
Αμέσως μετά ρώτησε εμένα:
- Από ποιο χωριό είσαι;
- Από τη Σπολάιτα, κύριε...
- Α, τον Παπαθανάση τον ξέρεις;
- Μάλιστα κύριε, ο πατέρας μου κάθε χειμώνα δουλεύει σκληρά στο ελαιοτριβείο του και παίρνει διπλό μεροκάματο δύο οκάδες λάδι...
- Εγώ είμαι βέβαιος ότι εσύ θα μάθεις γράμματα και δεν θα χρειαστεί να εργάζεσαι σκληρά, αλλά ανθρώπινα. Να διαβάζεις και θα γίνεις σπουδαίος άνθρωπος!
Μου επέστρεψε την πετσέτα με τα απαραίτητα για το μεσημεριανό μου κι εγώ αμέσως μετά βγήκα. Αλλά αντί να πάω για φαγητό πήγα και κάθισα στα πεζούλια κάτω απ’ τους ευκάλυπτους και σκεπτόμουν αυτά που μου είχε πει ο γυμνασιάρχης. Πάνω στην ώρα να ’σου κι ο Κώστας -ο κύριος από δω-, που κρατούσε στα χέρια του τρεις ίσως τέσσερις δραχμές κι έπαιζε μ’ αυτές· πότε έστριβε τη μία στον αέρα και πότε την άλλη...
- Τι έγινε, πώς έγραψες; Δύσκολο θέμα, λες να πάρουμε τη βάση;
- Όντως το θέμα της έκθεσης ήταν δύσκολο, αλλά ήταν για όλους, δεν ήταν μόνο για εμάς τους δύο, είπα.
Λίγο μετά απλώσαμε πάνω στην πεζούλα τα εδέσματά μας -περίπου τα ίδια είχε και ο Κώστας- και φάγαμε... Τότε ακριβώς ήταν η ώρα για το παγωτό. Σε λίγα μέτρα απόσταση ήταν τα παγωτά του κυρ Κώστα, αλλά το πρόβλημα παρέμεινε ίδιο: να τρώω εγώ και να μην τρώει ο φιλαράκος μου δεν γινόταν... Αν ήταν καραμέλες θα του έδινα και κείνου δυο-τρεις, αλλά το παγωτό δεν γίνεται να μοιραστεί...
Μια φαεινή ιδέα μου κατέβηκε...
- Κώστα, εγώ θα φύγω για καμιά ώρα, θα πάω στην «Παναγία». Μου έχουν πει ότι είναι κάπου κάτω προς το κέντρο της πόλης... θα σε βρω εδώ όταν επιστρέψω...
Είχα σκεφτεί ότι στη διαδρομή ως το κέντρο της πόλης κάπου θα ’βρισκα ένα παγωτατζίδικο να αγοράσω, επιτέλους, το πολυπόθητο παγωτό μου.
Την ίδια στιγμή που εγώ σηκωνόμουν να αναχωρήσω για την «Παναγία» σηκώνεται κι ο Κώστας και λέει:
- Α, ωραία, πάμε παρέα κι εγώ θα ’ρθώ να ιδώ κανένα γνωστό από Ρουσέικα ή Σπολάιτα, εκεί συχνάζουν οι χωριανοί μας. Έχουμε αρκετές ώρες ως το απόγεμα που γράφουμε Αριθμητική...
Κατεβαίνοντας τον κεντρικό δρόμο του Αγρινίου -οδός Παπαστράτου- και φθάνοντας στη διακλάδωση με την οδό Σουλίου, που βγάζει παραδίπλα απ’ τη «Μητρόπολη», έχω μια τελευταία φαεινή ιδέα για να βρεθώ μόνος μου και να φάω το παγωτό μου.
- Κώστα, εγώ θα συνεχίσω ευθεία, εσύ πήγαινε από δω λοξώς δεξιά και απ’ ό,τι φαίνεται θα βγεις εύκολα στην «Παναγία». Εγώ έχω μια δουλειά εδώ πιο κάτω και αμέσως μετά θα ’ρθω εκεί όπου θα είσαι και θα σε βρω...
- Εντάξει... Εντάξει, είπε ο Κώστας και κάπως έτσι χώρισαν οι δρόμοι μας.
Αμέσως μετά - μόλις είχα αρχίσει να κατεβαίνω μόνος την Παπαστράτου - δύο περίεργοι τύποι, μαντραχαλαίοι, έπεσαν επάνω μου μάλλον επίτηδες και μ’ έριξαν κάτω! Πριν προλάβω να προβάλω την παραμικρή αντίσταση ή να πω οτιδήποτε με σήκωσαν και ο ένας, ο λίγο μεγαλύτερος, δεκαπεντάχρονος περίπου, ειρωνευόμενος είπε: «Άστο ρε, είναι πλουσιόπαιδο, του τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια...»
Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα· όμως ένα λεπτό αργότερα «έμαθα»... Όπως κατέβαινα την Παπαστράτου στο δεξί μου χέρι βλέπω «Ζαχαροπλαστείον», το οποίο είχε και παγωτά. Μπαίνω μέσα, απλώνω το χέρι μου στην τσέπη του παντελονιού μου για τις δύο δραχμές και... δυστυχώς, χρήματα δεν υπήρχαν!
Ξαναέψαξα και στις δύο τσέπες, αλλά πουθενά οι δύο δραχμές. Ήταν τέτοια η απελπισία μου που σωριάστηκα χάμω... Κυριολεκτικά κατέρρευσα...
Αμέσως έτρεξε κοντά μου μια ωραία κυρία· με σήκωσε και με πήρε στην αγκαλιά της! Ελαφρούλης ήμουν· πριν λίγες μέρες είχα ζυγιαστεί στην «πλάστιγγα» του μύλου του Χαραλαμπάκη και ήμουν είκοσι δύο οκάδες!
- Νερό, Ρήνα, τρέξε φέρι νερό, φώναξε.
Ένα κορίτσι, λίγο μεγαλύτερο από μένα, έφερε μια κανάτα με νερό.
- Πιέ νεράκ’ καμάρι μ’. Θα γίνεις καλά. Δεν είναι τίποτε, θα σ’ πιράσ’...
- Ευχαριστώ πολύ κυρία, συγγνώμη... απλώς μόνος μου πεδικλώθηκα κι έπεσα.
- Μπράβου του παλ’κάρι μ’. Μια χαρά είσι τώρα...
Φυσικά και δεν ήμουν «μια χαρά», αφού το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο μεγάλο άσπρο κιβώτιο, που μέσα είχε παγωτά κάθε λογής και «περίλυπη ήταν η ψυχούλα μου». Κοίταζα τα παγωτά κι έβλεπα πέρα απ’ αυτά, κάπου μέσα στο αύριο. Σ’ ένα μέλλον όπου όλα τα παιδιά του κόσμου θα έχουν τουλάχιστο δύο δραχμές για να μπορούν να αγοράζουν το παγωτό που θέλουν.
Η ευγενέστατη ωραία κυρία με ρωτάει:
- Θέλ’ς να σι κιράσουμι ένα παγωτό ξυλάκ’;
Βεβαίως και ήθελα· παραήθελα ένα παγωτό ξυλάκι. Ονειρευόμουν εδώ και πολύ καιρό την ώρα που θα το απολάμβανα... Όμως τώρα που ήρθε τούτη η στιγμή, λίγο η περηφάνεια, λίγο ο εγωισμός, μ’ έκαναν να πω «όχι», ελπίζοντας κατά βάθος ότι θα μου ξαναπρότεινε ένα παγωτό ξυλάκι. Στράφηκα προς την ωραία κυρία και είπα:
- Σας ευχαριστώ πολύ... αλλά ξέρετε εγώ δεν τρώω παγωτά. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν έχω φάει παγωτό...
Κι όμως η καλή κυρία δεύτερη φορά μου ξαναείπε:
- Έλα πιδάκι μ’ να σ’ δώκου ένα παγωτάκ’...
Εγώ, δυστυχώς, ανένδοτος και αφού ξαναευχαρίστησα την κυρία και το άλλο κορίτσι γύρισα να φύγω... Η κυρία με σταμάτησε.
- Δεν μας είπις από πού είσι, πώς σι λεν;
- Από τη Σπολάιτα είμαι και ονομάζομαι Κωστής Φιλικός. Ήρθα στο Αγρίνιο και δίνω εξετάσεις για να πετύχω στο Γυμνάσιο. Σήμερα τ’ απόγευμα γράφουμε Μαθηματικά...
- Ε, πιδάκι μ’ είσι του Νικόλα και της Στυλιανής; Κι ‘γω απ’ τ’ Σπολάιτα είμι, απ’ τους Μαϊκαντέους...
- Χάρηκα, κυρία, και πάλι συγγνώμη για την αναστάτωση...
Με το που βγήκα απελπισμένος απ’ το «Ζαχαροπλαστείον» βλέπω «ως από μηχανής θεόν» το θείο μου Στάθη, τον μικρότερο αδερφό του πατέρα μου.
- Τι έγινε; Πώς έγραψες σήμερα;
Του είπα ότι έγραψα καλά κι αμέσως μετά του εξιστόρησα τι έπαθα πριν από λίγο. «Πάνε οι δύο δραχμές... Τις έχασα... Μου τις έκλεψαν δύο μαντραχαλαίοι» είπα στον θείο μου Στάθη. Τότε ήταν που ο θείος μου -ήταν δεν ήταν είκοσι πέντε χρονών- με κοίταξε κατάματα, έβαλε το χέρι στην τσέπη του, έβγαλε τέσσερις δραχμές και μου ’πε:
- Δύο δραχμές έχασες, πάρε τέσσερις να πας ν’ αγοράσεις δύο παγωτά και έχε το νου σου να γράψεις και τ’ απόγιομα καλά!
Βεβαίως και πήρα τις τέσσερις δραχμές κι αμέσως έτρεξα κι αγόρασα με τις δυο το παγωτό ξυλάκι με άσπρη κρέμα κι απ’ έξω μαύρη σοκολάτα... Τις άλλες δυο τις κράτησα για ένα άλλο παγωτό προσεχώς - εν ευθέτω χρόνω.
Γλείφοντας αρειμανίως το πρώτο της ζωής μου παγωτό μπήκα απ’ την Παπαστράτου σ’ ένα στενό δρομάκι (οδός Βάλτου), που οδηγούσε στην πλατεία Ξηρομέρου. Πήγαινα αργά-αργά απολαμβάνοντας το καλύτερο παγωτό του κόσμου... Απόλαυση δίχως όρια... Το όνειρό μου επιτέλους γινόταν πραγματικότητα...
Αλλά - οποία έκπληξη - μόλις βγήκα στην άκρη της πλατείας, τι βλέπουν τα μάτια μου: τον Κώστα Τσαμοκώστα να τρώει κι αυτός ένα ακριβώς ίδιο παγωτό!!!
Μία περίπου ώρα αργότερα γράψαμε Μαθηματικά... Μόλις τελειώσαμε βγήκαμε έξω και συναντηθήκαμε στο προαύλιο.
- Πώς έγραψες;
- Πιστεύω καλά, πολύ καλά.
- Ποια προβλήματα έλυσες;
- Το πρώτο και το δεύτερο.
- Α, κι εγώ, πόσο βρήκες στο πρώτο;
- Στο πρώτο το αποτέλεσμα είναι δώδεκα και στο δεύτερο ενενήντα εννέα...
- Θαυμάσια, καταπληκτικά. Κι εγώ τόσο βρήκα.
Μετά ρωτήσαμε και κάποιους άλλους και οι περισσότεροι είχαν την ίδια γνώμη με μας. Πήραμε το δρόμο για Ρουσέικα-Σπολάιτα και κάπου εκεί στα Τριαντέϊκα ή στο Ελαιόφυτο μαλώσαμε...
- Όχι, ύστερα δεν χρειαζόταν πολλαπλασιασμός, αλλά δύο προσθέσεις.
- Καλέ, τι μας λέτε· άκου προσθέσεις! Ένας πολλαπλασιασμός 33 x 3 = 99 και πώς εσύ με τις δύο προσθέσεις βρήκες το ίδιο αποτέλεσμα;
- Λοιπόν 33 + 33 = 66 κι ύστερα άλλη μία πρόσθεση 66 + 33 = 99!!!
- Σε λίγο αρχίζει ο μεγάλος τελικός Ελλάδα-Ρωσία, ετοιμαστείτε για πανηγυρισμούς, μας συνέφερε η Μαίρη...
Το ματς ήταν συναρπαστικό, αντάξιο των δύο υπερδυνάμεων του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Λίγα δευτερόλεπτα πριν λήξει η κανονική διάρκεια του παιγνιδιού η Ρωσία προηγείτο της Εθνικής μας με δύο πόντους, 89-87. Ο Λιβέρης Ανδρίτσος, απ’ την Παραβόλα Αγρινίου, κέρδισε φάουλ - δύο βολές...
- Αν βάλεις και τις δύο πάμε παράταση...
Η αγωνία μας στο κατακόρυφο· τα μάτια μας καρφωμένα στη μικρή οθόνη. Ο παικταράς έβαλε την πρώτη! Πολύ ψύχραιμος, βάζει και τη δεύτερη!!!
Πέντε λεπτά παράταση και ο ψυχοβγαλτικός αγώνας τέσσερα δευτερόλεπτα πριν σφυρίξει λήξη ο διαιτητής είναι ισοπαλία 101-101. Η Ελλάδα έχει τη μπάλα και ο Αργύρης Καμπούρης κερδίζει φάουλ - αν βάλει έστω και τη μία βολή η Ελλάδα παίρνει σοβαρό προβάδισμα... Όπερ και εγένετο. Ο συμπαθής ψηλός του ελληνικού μπάσκετ έβαλε και τις δύο βολές. Οι Ρώσοι στα εναπομείναντα τρία κόμμα κάτι δευτερόλεπτα δεν κατάφεραν να πετύχουν ούτε δίποντο ούτε τρίποντο. Η Ελλάδα εστέφθη πρωταθλήτρια Ευρώπης για πρώτη φορά στην ιστορία της. Στο ασφυκτικά γεμάτο ΣΕΦ, πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες θεατές, παραβρέθηκαν ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου και η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη...
Ακριβώς με τη λήξη εγώ κι ο Κώστας πεταχτήκαμε όρθιοι κυριολεκτικά κραυγάζοντας από χαρά. Απ’ τα ουρλιαχτά μας και τα παρατεταμένα «ναι... ναι... ναι» τρόμαξε η κόρη μου, που ήταν παραδίπλα στην κούνια της και ρέκαξε· την πήρα στα χέρια μου, κατέβηκα τα εφτά σκαλοπάτια στο πίσω μέρος του σπιτιού και βγήκαμε στον κήπο.
Εκεί για να λαρώσει την πέταξα ψηλά· πολύ ψηλά! Άρχισε να γελάει· κυριολεκτικά να ξεκαρδίζεται στα γέλια, καθώς αυτό ήταν το αγαπημένο μας παιγνίδι... Και πάλι ψηλά η αγαπημένη μου κορούλα· και πάλι μια φορά ακόμα ψηλότερα... Την έβλεπα εκεί πάνω στον ουρανό κι ήταν σα να έβλεπα το καλύτερο αγγελούδι του θεού...
Με τη Στέλλα μου στην αγκαλιά επέστρεψα στο σαλόνι κοντά στον παιδικό μου φίλο, που νωρίτερα παρακολουθούσε τα δρώμενα στον κήπο.
- Είπαμε να είσαι χαζομπαμπάς, αλλά όχι κι έτσι, είπε.
- Λοιπόν, για να το γιορτάσουμε - μάλλον για να συνέλθετε, να ηρεμήσετε οι δυο σας, μετά την τόση αγωνία - φάτε τώρα από ένα παγωτό ξυλάκι· κρέμα με σοκολάτα απέξω, είπε η Μαίρη που είχε μπει κι αυτή στο σαλόνι κρατώντας στα χέρια της τα δύο παγωτά...
- Ενδιαφέρουσα η ιστοριούλα με το παγωτό στο Αγρίνιο, απορώ πώς δεν την έκανες διήγημα, είπε η Μαίρη.
7-9 Ιουλίου 1987
Α.Κ.Κ.