19 - 10 - 2025
Είσοδος μελών

Ela na paiksoume

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο

ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ

 Τα διαθέσιμα απογραφικά στοιχεία καλύπτουν την περίοδο από το 1455 μέχρι το 1570 και σίγουρα αποτελούν την παλαιότερη γραπτή πηγή για την ιστορία της περιοχής. Το κενό που υπάρχει μεταξύ 1570 και 1850 περίπου, όταν αρχίζουν οι ελληνικές γραπτές πηγές, είναι βέβαιο ότι θα καλυφθούν τα προσεχή χρόνια με την απελευθέρωση και άλλων εγγράφων της οθωμανικής εποχής. Υπάρχουν, βέβαια, σποραδικές πληροφορίες που αφορούν στη δράση κλεφτών και αρματολών, που δε φωτίζουν όμως τη ζωή των χωριών σε πρόσωπα, οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Μάλιστα η γνώση τέτοιων στοιχείων μπορεί να ερμηνεύσει και την ανάπτυξη της «κλεφτουριάς» ως πρότυπο ζωής.

 Παρουσιάζοντας, στην εργασία για τα Σελιπιανά, το ιστορικό πλαίσιο του 17ου και 18ου αιώνα με συνοπτικό τρόπο και αξιοποιώντας πληροφορίες για τη ζωή στα Άγραφα μεταξύ 1662 και 1678 - από έρευνα του Κωνσταντίνου Καμπουρίδη, που αποτέλεσε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Η νεότερη Ελλάδα μέσα από οθωμανικές αρχειακές πηγές», Εκδ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2009 - προσπαθήσαμε να μειώσουμε το κενό της άγνοιας. Κρίνοντας, λοιπόν, ως περιττό να επαναληφθούν όσα αναφέρθηκαν εκεί για το ιστορικό περιβάλλον της εποχής, θα περιοριστούμε στα στοιχεία που αφορούν όλους τους οικισμούς της δημοτικής ενότητας που εξετάζουμε.

 Εκατό περίπου χρόνια μετά την τελευταία απογραφή του 1570 και έχουν αλλάξει αρκετά από όσα γνωρίζαμε. Το σημαντικότερο είναι ο κλονισμός του τιμαριωτικού συστήματος λόγω της συμμετοχής των σπαχήδων στους πολέμους του Σουλτάνου ή της λιποταξίας αρκετών από αυτούς. Η χρηματοδότηση όμως των πολέμων γίνεται μέσω της αύξησης των φόρων, κυρίως με τη θέσπιση νέων και τον πολλαπλασιασμό των έκτακτων. Για την επιβολή των φόρων αυτών ακολουθείτο η εξής διαδικασία. Επειδή το φιρμάνι του Σουλτάνου είχε ως αποδέκτες τους καδήδες, τους ιεροδικαστές δηλαδή, αυτοί φρόντιζαν να έχουν ενημερωμένους τους φορολογικούς καταλόγους με τους οικισμούς που ανήκαν στο βιλαέτι τους κάνοντας απογραφή ανά τακτά διαστήματα, συνήθως κάθε τρία χρόνια. Διαγράφονταν από τους καταλόγους όσοι είχαν πεθάνει, εγγράφονταν όσοι είχαν ενηλικιωθεί, καταγράφονταν όσοι δικαιούνταν απαλλαγής. Με την έκδοση του φιρμανιού καθοριζόταν το είδος του φόρου, το ποσό, ο εισπράκτορας, τα έξοδά του και πολλές άλλες λεπτομέρειες. Για κάθε είδος φόρου υπήρχαν και διαφορετικοί κατάλογοι με διαφορετικές προβλέψεις ως προς τους δικαιούχους απαλλαγής. Υπήρχε μάλιστα η δυνατότητα κάποιοι οικισμοί να έρθουν σε συμφωνία απ’ ευθείας με την Υψηλή Πύλη για «κατ’ αποκοπή» πληρωμή φόρου, ενώ άλλοι να τύχουν μειώσεων αντί προσφερόμενων υπηρεσιών. Προφανώς αυτοί οι οικισμοί δεν περιλαμβάνονται στους φορολογικούς καταλόγους. Επίσης σημαντικός ήταν ο ρόλος των προεστών των χωριών, μιας και οι αρχές απέβλεπαν στην εξασφάλιση συμφωνίας των φορολογουμένων για τη μείωση των αντιδράσεων. Ο ρόλος τους γίνονταν ακόμα σημαντικότερος για την αντιμετώπιση ενός μεγάλου προβλήματος. Την περίοδο αυτή πολλές εστίες ή εγκαταλείπονται και οι άνθρωποι περιφέρονται από τόπο σε τόπο ή χαρακτηρίζονται άπορες και ανίκανες να πληρώσουν τους φόρους. Όμως ανεξάρτητα από αυτό, οι φόροι για το κράτος παραμένουν οι ίδιοι, αφού καλούνται να τους πληρώσουν οι εναπομείναντες, με τους προεστούς να πρέπει να φροντίσουν τη δίκαιη κατανομή τους.

 Από τα κατάστιχα αυτά μεταξύ 1662 και 1678 στην περιοχή που μας ενδιαφέρει καταγράφονται έξι οικισμοί: Μάραθος, Βραγκιανά, Γριμπιανά, Πλίσιβο, Σελιπιανά και Αργύρι. Εκτός από την Μα(ρ)κόνα και τη Αραχωβίτσα λείπει και το Νεχώρι. Αν πρόκειται για προσωρινή εγκατάλειψη ή παράλειψη για άλλους λόγους είναι άγνωστο. Υπάρχει πάντως ένα ενδεχόμενο το Νεχώρι να ήταν απαλλαγμένο από τον κεφαλικό φόρο αυτή την περίοδο, επειδή προσέφερε άλλες υπηρεσίες. Υπάρχει μια εγγραφή με κάποια χωριά που παράγουν λινά υφάσματα - 42.300 κομμάτια κάθε χρόνο - για τις στολές των γενιτσάρων της Πύλης. Ανάμεσα στα χωριά υπάρχει και το Νεχώρι. Υπήρχε όμως και άλλο Νεχώρι στην περιοχή των Αγράφων το οποίο προσδιορίζονταν συνήθως ως Kebir, δηλ. μεγάλο. Τέτοιος προσδιορισμός δεν υπάρχει, αλλά δεν είναι βέβαιο σε ποιον οικισμό αναφέρεται. Στον ίδιο πάντως κώδικα περιλαμβάνονται και άλλοι οικισμοί της σημερινής Αργιθέας, όπως Στεφανιάδα, Κουμπουριανά, Μεζήλο.

 Όπως θα δούμε από τα στοιχεία, αυτήν την περίοδο, τα Άγραφα γενικότερα και οι οικισμοί που μας αφορούν ειδικότερα, εισέρχονται σε φάση μεγάλης μείωσης του πληθυσμού. Στον πίνακα που ακολουθεί μπορούμε να διαπιστώσουμε με αριθμούς τη μείωση αυτή. Τα στοιχεία προέρχονται από τους καταλόγους που συντάχτηκαν για να εισπραχτεί ο κεφαλικός φόρος τα έτη: 1662, 1665, 1666 και 1676. Ανά έτος και για κάθε οικισμό αναφέρεται ο αριθμός των οικογενειών και μέσα σε παρένθεση ο αριθμός των οικογενειών που ή είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους ή ήταν απαλλαγμένες, γιατί το ετήσιο εισόδημά τους ήταν μικρότερο των 300 άσπρων.

 

 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΑΝΑ ΟΙΚΙΣΜΟ

ΟΙΚΙΣΜΟΙ
     
1662
     
1665
     
1666
     
1676
ΜΑΡΑΘΟΣ
     
22
     
22
     
20
     
36 (23)
ΒΡΑΓΚΙΑΝΑ
     
66 (36)
     
66 (26)
     
20
     
60 (45)
ΓΡΙΜΠΙΑΝΑ
     
31 (29)
     
31 (31)
     
     
12 (12)
ΠΛΙΣΙΒΟ
     
39 (36)
     
39 (39)
     
     
13 (13)
ΣΕΛΙΠΙΑΝΑ
     
66 (46)
     
66 (36)
     
15
     
35 (35)
ΑΡΓΥΡΙ
     
43 (15)
     
43 (13)
     
20
     
18 (10)

 Το 1662 ο αριθμός των οικογενειών βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με έναν αιώνα πριν, δηλαδή το 1570. Δεκαπέντε όμως χρόνια αργότερα ένας οικισμός, ο Μάραθος, που αποτελεί εξαίρεση, παρουσιάζει αύξηση, ενώ οι υπόλοιποι έχουν μείωση. Στα Βραγκιανά είναι μικρή, ενώ στους υπόλοιπους τεράστια. Το 1666 η καταγραφή έγινε διαφορετικά. Καταγράφηκαν μόνο οι οικογένειες που θα πλήρωναν τον φόρο. Από τα Γριμπιανά και το Πλίσιβο δεν πλήρωσε καμιά οικογένεια, ενώ το 1676 προστέθηκε σ’ αυτές και το Καταφύλλι. Στην κατηγορία αυτή των τριών οικισμών που δεν πλήρωσε καμία εστία φόρο καταγράφηκαν 27 χωριά από τα 72 που ανήκαν στο βιλαέτι των Αγράφων. Η μείωση των οικογενειών μεταξύ 1662 και 1676 ξεπερνά το 50%. Αυτό που συμβαίνει στα Άγραφα δεν συμβαίνει στα υπόλοιπα βιλαέτια του κάμπου. Αντίθετα εκεί υπάρχει αύξηση του πληθυσμού, όχι τόσο των χριστιανών. Οι λόγοι που να εξηγούν αυτό που συμβαίνει στ’ Άγραφα δεν είναι γνωστοί. Υποθέσεις υπάρχουν πολλές. Η φορολογία, για παράδειγμα, ήταν υψηλή και δεν μπορούσαν να πληρώσουν, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν τις εστίες τους και να ζουν περιφερόμενοι. Ακόμα να πρόκειται για μια πράξη αντίστασης, ενώ αναφέρεται και η πανδημία της πανούκλας ως πιθανή αιτία.

 Ότι οι φόροι ήταν πολλοί και υψηλοί προκύπτει και από τα φορολογικά στοιχεία της περιόδου αυτής. Μερικά παραδείγματα αρκούν. Ο κεφαλικός φόρος που πλήρωσε κάθε εστία των Αγράφων το 1663 ήταν 614 άσπρα, ενώ την ίδια χρονιά πλήρωσαν και έκτακτο φόρο 1.023 άσπρα κάθε εστία. Για την ίδια χρονιά υπάρχουν στοιχεία και για τον φόρο των αιγοπροβάτων, που ορίστηκε για κάθε οικισμό. Όπως και με τον κεφαλικό φόρο, αφαιρέθηκαν όσα λόγω εγκατάλειψης ή αδυναμίας των εστιών δεν μπορούσαν να πληρωθούν. Ο πρώτος από τους αριθμούς αφορά στο σύνολο των προβάτων που είχαν προβλεφθεί για να φορολογηθούν, όπου υπάρχει σε παρένθεση αριθμός δηλώνει ότι αφαιρέθηκαν λόγω αδυναμίας. Μάραθος: 41, Βραγκιανά 52 (35), Γριμπιανά 45 (45), Πλίσιβο 28 (28), Σελιπιανά 65 (55), Αργύρι 23 (10). Σύμφωνα με το φιρμάνι για κάθε πρόβατο ο φόρος ήταν 48 άσπρα, όταν όμως αφαιρέθηκαν στο σύνολο του βιλαετιού των Αγράφων όσα δικαιούνταν απαλλαγής, ο φόρος μοιράστηκε στα εναπομείναντα και έφτασε στα 84 άσπρα ανά πρόβατο. Έτσι ο Μάραθος πλήρωσε 3.444 άσπρα, τα Βραγκιανά 1428, τα Γριμπιανά με το Πλίσιβο απαλλάχτηκαν, τα Σελιπιανά 840 και το Αργύρι 1.092 άσπρα. Φτάνοντας στο 1678 και με την εγκατάλειψη των εστιών να ξεπερνά στο σύνολο των Αγράφων το 50% αυξάνεται και το ποσό των φόρων που αντιστοιχεί σε κάθε οικογένεια που παραμένει. Έτσι ο κεφαλικός φόρος ανά εστία το 1678 έφτασε στα 1173 άσπρα, ενώ στην επαρχία του Βόλου ήταν 429 άσπρα και στο Φανάρι 425 άσπρα. Ένας έκτακτος φόρος την ίδια χρονιά επέβαλε 1.155 άσπρα ανά εστία. Φυσικά δεν έλειπαν και οι γνωστοί μας φόροι για τους τιμαριούχους, απλά αυτή την εποχή τις περισσότερες φορές εισπράττονταν από αντιπρόσωπο, μιας και οι ίδιοι οι σπαχήδες συμμετείχαν σε πολεμικές επιχειρήσεις. Κλείνοντας τα ενδεικτικά παραδείγματα φορολογίας αναφέρουμε και μερικά με φορολογία σε είδος. Το 1667 οι κάτοικοι του Αργυρίου καλούνται να δώσουν 11 οκάδες βούτυρο για τον στρατό που πολεμούσε στην Κρήτη, ενώ το 1678 επιβλήθηκε έκτακτος φόρος σιταριού που σήμαινε 2,5 κοιλά Κων/λης σιτάρι και 9,5 κοιλά κριθάρι ανά οικογένεια σε όλα τα Άγραφα. To 1666 υπολογίστηκε ανά 16 εστίες και ένα μουλάρι.

 Δεν χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για να αντιληφθούμε την κατάσταση της εποχής εκείνης. Ο τουρκικός στρατός βρίσκεται ανοιχτός σε πολλά μέτωπα, το οικονομικό κόστος είναι μεγάλο, και αυτοί που καλούνται να το επωμιστούν είναι κυρίως οι υπόδουλοι μη μουσουλμάνοι, που κατά βάση είναι χριστιανοί. Οι τακτικοί φόροι αυξάνονται και οι έκτακτοι είναι τόσοι πολλοί που γίνονται δυσβάσταχτοι. Στα χωριά των Αγράφων είχαν συσσωρευτεί πολλοί άνθρωποι, που η παραγωγική δυνατότητα της περιοχής οριακά μπορούσε να συντηρήσει. Όταν αυξήθηκαν οι φόροι, για πολλές οικογένειες δεν υπήρχε η δυνατότητα να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Έτσι άρχισε η εγκατάλειψη των εστιών και το φαινόμενο των «περιφερόμενων οικογενειών». Οι αρχές προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν με απαγορεύσεις και δικαστικές αποφάσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

 Σε τέτοιες συνθήκες μπήκε ο 18ος αιώνας, ο προεπαναστατικός. Και αυτές οι συνθήκες ήταν ικανές να βοηθήσουν να γεννηθεί και να φουντώσει η «κλεφτουριά». Από τη στιγμή μάλιστα που στόχος ήταν οι τούρκοι - αν ήταν και εισπράκτορες φόρων ακόμα καλύτερα - οι κλέφτες στα χωριά των Αγράφων έβρισκαν το καταφύγιό τους. Ήταν αποδεκτοί, ενώ με το πέρασμα των χρόνων άρχισε και η συνεργασία με τους αρματολούς, τους παλιούς διώκτες τους. Σ’ αυτό το κλίμα ο έλεγχος που ασκούσαν οι σπαχήδες στα τιμάριά τους έπαψε να υφίσταται. Δεν μπορούν να ελέγξουν πια ούτε αυτούς που φεύγουν ούτε αυτούς που έρχονται. Στην Ήπειρο από τα μισά του 18ου αιώνα και μετά υπάρχει αναβρασμός, συγκρούσεις, εξεγέρσεις με αποκορύφωμα τους Σουλιώτες. Παντού υπάρχει αναστάτωση, που μεταξύ των άλλων φέρνει και κινητικότητα.

 Η μείωση του πληθυσμού που διαπιστώσαμε στα τέλη του 17ου αιώνα πιθανόν να συνεχίστηκε και τον 18ο αιώνα. Αποδεικτικά στοιχεία, που να το αποδεικνύουν δεν υπάρχουν. Η διάλυση του Πλισίβου και ενδεχομένως των Γριμπιανών μπορεί να μαρτυρούν κάτι τέτοιο, αλλά υπάρχει και το ενδεχόμενο η διάλυσή τους να οφείλεται σε εντελώς διαφορετικούς λόγους. Γνωρίζουμε όμως ότι κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας εγκαταστάθηκαν πολλές νέες οικογένειες στην περιοχή, προερχόμενες απ’ όλες τις κατευθύνσεις, όπως Ήπειρο, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Αιτωλοακαρνανία. Για τον προσδιορισμό του χρόνου εγκατάστασης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τρεις παραμέτρους. α) Η άφιξη και εγκατάσταση δεν γίνεται σε μια χρονική στιγμή, είναι σίγουρα σταδιακή και διαφορετική από χωριό σε χωριό. β) Γίνεται σε εποχή που οι τούρκοι σπαχήδες έχουν χάσει τον έλεγχο των τιμαρίων τους. γ) Δεν υπάρχουν αντιδράσεις από όσους έχουν μείνει στα χωριά ή κι αν υπάρχουν είναι περιορισμένες, ώστε βρίσκεται τελικά τρόπος να ξεπεραστούν.

 Συνδυάζοντας τις παραμέτρους αυτές μπορούμε να πούμε ότι η άφιξη και εγκατάσταση νέων οικογενειών ή μεμονωμένων ανδρών αρχίζει από τα δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ενώ στις αρχές του 19ου πρέπει να είναι πιο έντονη. Ο προσδιορισμός δεν γίνεται εντελώς αυθαίρετα, γιατί: α) Είναι η εποχή που στα Άγραφα είναι εγκατεστημένοι οι κλέφτες και τα χρησιμοποιούν ως ορμητήριο της δράσης τους. β) Οι τούρκοι σπαχήδες έχουν χάσει τον έλεγχο των τιμαρίων τους, ενώ από πλευράς του τουρκικού κράτους υπεύθυνοι της τάξης και ασφάλειας είναι αποκλειστικά οι αρματολοί. γ) Την περίοδο αυτή και μέχρι το 1819 το αρματολίκι των Αγράφων το είχαν οι Μπουκουβαλαίοι, με ιδιαίτερους δεσμούς και παρουσία στην περιοχή. Ενδεικτικό παράδειγμα ενός τέτοιου συνδυασμού αποτελούν τα Γριμπιανά. Γνωρίζουμε ότι το 1803 ο Μπουκουβάλας χάρισε στη Ι.Μ. Μεταμόρφωσης του Σωτήρα την έκταση όπου σήμερα είναι τα Γριμπιανά, αφού την αγόρασε από κάποιον τούρκο μπέη στον οποίον ανήκε. Προφανώς ο τούρκος πούλησε, γιατί δεν ήλεγχε το τιμάριό του και κινδύνευε να το χάσει εντελώς. Καταληκτικό συμπέρασμα: Όσοι άνθρωποι - από τις γύρω περιοχές - για διαφόρους λόγους αναζητούσαν καταφύγιο, μπορούσαν να το βρουν στην περιοχή των χωριών του Αχελώου, γιατί και διαθέσιμος ζωτικός χώρος υπήρχε λόγω του μειωμένου πληθυσμού καθώς και εκείνοι - αρματολοί και κλέφτες - που είχαν τη δύναμη να ασκήσουν επιρροή για να ξεπεραστούν οι όποιες αντιδράσεις των ντόπιων, που έβλεπαν να μειώνεται ο δικός τους ζωτικός χώρος. Ο διασκορπισμός σε πολλούς μικροοικισμούς είναι το αποτέλεσμα της λύσης που δόθηκε εκείνη την περίοδο και ακολουθήθηκε και αργότερα.

 Από τους πολλούς οικισμούς που δημιουργήθηκαν στα χωριά αυτήν την περίοδο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τη Γράλιστα στο Αργύρι και την Πουλιάνα στο Καταφύλλι, έναν μεγάλο και έναν πολύ μικρό οικισμό. Ότι δημιουργήθηκαν αυτή την περίοδο δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, αφού όλους τους αιώνες που καλύπτει η έρευνά μας δεν υπήρξε οικισμός με τέτοιο όνομα στην περιοχή του Ραδοβισδίου. Γράλιστα όμως ονομαζόταν ο σημερινός Ελληνόπυργος Καρδίτσας σίγουρα από το 1455 μέχρι το 1930, ενώ κοντά στα Τρίκαλα υπήρχε η μικρή και η μεγάλη Πουλιάνα, που σήμερα λέγονται Μουριά και Πηγή αντίστοιχα. Στο ερώτημα πως μεταφέρθηκαν τα τοπωνύμια αυτά στο Αργύρι και το Καταφύλλι η πιθανότερη εξήγηση είναι η εξής. Κάποιοι από τη Γράλιστα - σημερινό Ελληνόπυργο - αφού για κάποιο σοβαρό λόγο εγκατέλειψαν το χωριό τους, έφτασαν στο Αργύρι και οι τότε κάτοικοι και υπεύθυνοι τους επέτρεψαν να εγκατασταθούν - μακριά από το χωριό - σε μια συγκεκριμένη έκταση γης, που την ονόμασαν Γράλιστα, για να τους θυμίζει το χωριό προέλευσή τους. Το ίδιο έγινε και με την Καταφυλλιώτικη Πουλιάνα, μόνο που εδώ εγκαταστάθηκε μία οικογένεια και σε εντελώς απομονωμένη περιοχή. Για την επιβεβαίωση αυτής της εκδοχής κάναμε μια απλή διασταύρωση. Τρία επώνυμα των «Γραλιστών» του Αργυρίου εξακολουθούν να υπάρχουν στον Ελληνόπυργο, ενώ το όχι συνηθισμένο επίθετο της Καταφυλλιώτικης Πουλιάνας υπάρχει και στη Μουριά και στην Πηγή των Τρικάλων.

 Οι συγκεκριμένοι όμως οικισμοί παρουσιάζουν και ένα επιπλέον, πιο σοβαρό ενδιαφέρον. Τα ονόματα Γράλιστα και Πουλιάνα παραπέμπουν σε σλαβικής προέλευσης τοπωνύμια. Αυτός εξάλλου ήταν και ο λόγος μετονομασίας των χωριών. Πιθανόν η αρχική ονομασία τους να συνδέεται με την κατάκτηση της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ακαρνανίας από τους Σέρβους και τον Στέφανο Δουσάν (1348). Είναι όμως βέβαιο ότι 700 περίπου χρόνια αργότερα με τόσες ιστορικές ανακατατάξεις - πέρα από τη φυσιολογική κινητικότητα - οι κάτοικοι της Γράλιστας και της Πουλιάνας δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τους μακρινούς κατακτητές της περιοχής. Επομένως και οι λίγοι που έφτασαν στο Αργύρι και Καταφύλλι μαζί με τον εαυτό τους μετέφεραν με τα τοπωνύμια και την αγάπη για το χωριό προέλευσής τους και τίποτε περισσότερο. Στην Αργιθέα - και όχι μόνο - οι σλαβογενείς ονομασίες είναι πολλές. Αυτό όμως δεν πρέπει να οδηγεί στην αυτόματη υιοθέτηση απόψεων περί ισχυρής σλαβικής παρουσίας στην περιοχή. Ένα τοπωνύμιο από μόνο του δεν αποδεικνύει τίποτε. Απαιτούνται και άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

Ο καιρός στο Καταφύλλι
Τελευταία άρθρα